ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ

Ένας έρωτας παράφορος που θόλωσε το νου ενός παλικαριού και του όπλισε το χέρι με το  φονικό όπλο.
Οι Τούρκοι φεύγοντας από την Κύπρο στα 1878 άφησαν πίσω τους ένα φτωχό και ταλαιπωρημένο λαό και ένα σχεδόν έρημο τόπο καθώς και μόνα μνημεία μερικούς μιναρέδες κτισμένους πάνω από χριστιανικές εκκλησίες.
Εκείνους τους καιρούς της Τουρκοκρατίας, η Κύπρος έζησε την μελανότερη περίοδος στην ιστορία της. Ο νόμος του Ισλάμ απετέλεσε ιερό πρότυπο για τους Τούρκους και τον χρησιμοποίησαν σαν βάση για τη δημιουργία της κοινωνικής δομής και ως βασικό νομικό πλαίσιο για τη διακυβέρνηση του κράτους.
Με αγριότητα και δυναστική εξευτελιστική διακυβέρνηση, οι Πασάδες και οι Μπέηδες ως υπέρτατοι μονάρχες, επέβαλλαν τον νόμο θεωρώντας ότι τις θηριώδεις ορέξεις που έχει μέσα του ο άνθρωπος ως αρπαχτικό και μοχθηρό όν, μόνο ένας απόλυτος μονάρχης θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει, γι αυτό κυβερνούσαν σκληρά και απάνθρωπα, αποδεικνύοντας έτσι οι ίδιοι του λόγου το αληθές.
Θεωρούσαν τους Χριστιανούς κατοίκους ως κτήνη και ραγιάδες, και επέβαλλαν τον νόμο, και την τάξη με θηριώδη βία. Οι ραγιάδες όφειλαν να φορούν μπλε σαρίκι, να μην οπλοφορούν και να μην ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο με μουσουλμάνο και χριστιανή, ενώ με ποινή θανάτου τιμωρειτω όποιος χριστιανός νυμφευόταν μουσουλμάνα. Ακόμα το Ισλαμικό δίκαιο επέτρεπε  σε ένα μωαμεθανό να ενοικιάζει χριστιανές για να αποκτήσει νόμιμα τέκνα και μετά να την διώξει.
Με αυτό τον τρόπο σκέψης των Πασάδων, είχε και η Πάφος το μερτικό της. Την διοικούσε ένας πασάς και την δικαιοσύνη επέβαλλε ένας περιφερειακός δικαστής ο καδής, που ενώ οι ίδιοι σκότωναν τους Χριστιανούς χωρίς συνέπειες, αν κάποιος Χριστιανός σκότωνε, ο καδής του επέβαλλε την ποινή της κρεμάλας .
Στα μέσα του 18ου αιώνα το Κτήμα περιλάμβανε 45 χωριά, στα οποία κατοικούσαν συνολικά 691 οικογένειες χριστιανών φορολογουμένων. Ένα από αυτά η Κρήτου Τέρρα, όπως και σήμερα ήταν ένας καταπράσινος τόπος ανάμεσα σε ψηλές βουνοκορφές, περίκλειστος με  μοναδικό άνοιγμα στη  βορεινή πλευρά του με αγνάντεμα  τον κόλπο της Χρυσοχούς. Υπήρξε πάντα ένα μικρό χωριό σε έκταση και πληθυσμό, αλλά με πολύ σημαντικά αξιοθέατα και σπουδαίες προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της Κύπρου.
Η Κρήτου Τέρρα είναι η γενέτειρα των Δραγομάνων Χ” Γεωργάκη Κορνέσιου και Χ” Ιωσήφ, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του ήρωα της Ε.Ο.Κ.Α Σάββα Πετρίδη και του μεγάλου ποιητή Τζιαπούρα.
Είναι μια περιοχή με  πλούσιες πηγές νερού και πυκνή βλάστηση. Ο σύγχρονος πολιτισμός δεν την έχει αγγίξει, αφού σχεδόν όλοι οι νεότεροι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις αφήνοντας πίσω τους μόνο τους γέρους γονείς τους. Δεν υπάρχουν σύγχρονες οικοδομικές τάσεις και η γραφικότητα της διατηρείται με τα στενά δρομάκια, τα μακρινάρια, τα ανώγια και τις εξωτερικές σκάλες στα σπίτια, στοιχεία που παραμένουν να καταδεικνύουν την παραδοσιακή της όψη. Στην Κρήτου Τέρρα λειτούργησε το πρώτο καζίνο της Κύπρου από το 1878 έως τις αρχές του 20ου αιώνα, υπάρχουν πολλά εκκλησιαστικά μνημεία όπως το ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, της Αγίας Παρασκευής, του Προφήτη Ηλία, του Άγιου Ευσέβιου, και η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας. Βρίσκεται επίσης η Οικία του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, μια παλιά πέτρινη οικία με γαλάζια ξύλινα παράθυρα, καθώς και ένα πλυσταριό, ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος για το πλύσιμο των ρούχων που εκεί μαζεύονταν  οι γυναίκες του χωριού και έπλεναν τα ρούχα τους μέχρι τη δεκαετία του  1960, ενώ δίπλα σε ένα κούφωμα πάνω στον ίδιο βράχο για να μην φαίνονται,  μια φορά τη βδομάδα λούζονταν οι γυναίκες, ενώ εκείνη την ημέρα, απαγορευόταν στους άνδρες να περνούν από τον τόπο εκείνο.
Μια τέτοια μέρα εκείνο τον καιρό, διάλεξε ο νεαρός φονιάς να στήσει καρτέρι και να διαπράξει το διπλό έγκλημα, ένα διπλό φονικό που συντάραξε όλη την Πάφο, Χριστιανούς και Τούρκους…
Ήταν δυο φίλοι οικογενειάρχες με τα σπίτια τους κολλητά το ένα στο άλλο, τους χώριζε μόνο ένα χαμηλό τοιχάκι. Ήσαν και οι δυο φτωχοί, άκληροι που μόνη περιουσία είχαν τα σπίτια τους, και για να ζήσουν τις οικογένειες τους ξενοδούλευαν στον μοναδικό πλούσιο του χωριού που συνάμα ήταν τοκογλύφος και εκμεταλλευτής των φτωχών χωρικών.
Όταν δεν ήταν κουρασμένοι, κάθονταν όπου λάχαινε στην αυλή ο ένας του άλλου, και οικογενειακά έκαναν παρέα συζητώντας την φτώχεια τους και τη μαύρη τους τη μοίρα. Ο ένας είχε μια κόρη, και ο άλλος ένα γιο. Όταν πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσαν τα παιδιά, οι γονείς τους το θεώρησαν πολύ φυσικό να τους λογοδοτήσουν. Έτσι έκαμαν, αλλά όπως όριζαν τα έθιμα εκείνους τους καιρούς, καμιά φορά δεν τους επέτρεψαν να μείνουν μόνοι, έπρεπε αυτό να συμβεί μόνο τη νύχτα του γάμου τους. Όπου πήγαιναν σαν ζευγάρι, έπρεπε να τους συνοδεύει ένας από τους γονείς.
Ήταν όλοι ευτυχισμένοι, οι γονείς ήταν καλοί φίλοι, τώρα έγιναν και καλοί συμπεθέροι. Οι νέοι ήταν μεταξύ τους πολύ αγαπημένοι που τα πρόσωπα τους λαμποκοπούσαν έρωτα και ευτυχία. Από την πολλή αγάπη που είχαν, πίεζαν τους γονείς τους να τους παντρέψουν για να νοικοκυρευτούν και να μπορέσουν έτσι να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν τον έρωτα τους υπό τη σκέπη και την ευλογία του Θεού.
Αποφάσισαν οι γονείς να τους κάμουν το χατίρι, αλλά πριν ορίσουν τους γάμους, έπρεπε να βρουν τα απαραίτητα χρήματα, γι αυτό σκέφτηκαν να ζητήσουν δανικά από τον τοκογλύφο του χωριού.
Εκείνες τις εποχές, οι πλούσιοι Χριστιανοί ήταν άνθρωποι συνήθως ραγιάδες που προσκυνούσαν και εξυπηρετούσαν τους αφέντες τους και αυτοί τους επέτρεπαν να εκμεταλλεύονται στυγνά στους φτωχούς ομοθρήσκους τους.
Ήταν μια μαύρη μέρα εκείνη, που αποφάσισαν να επισκεφτούν το σπίτι του τοκογλύφου. Σκέφτηκαν οι άμοιροι, να πάρουν μαζί τους και τους δυο αρραβωνιασμένους, τον νέο και τη νέα.
Εκείνη λοιπόν τη καταραμένη μέρα, μαζί με τον τοκογλύφο ήταν και ο γιος του, ένας ψηλός, όμορφος και λεβέντης νέος. Που είδε την όμορφη κόρη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και παράφορα. Όταν έφυγαν οι ξένοι, αποφασιστικά ζήτησε από τον πατέρα του να κάμει ότι κάμει, να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους γιατι ήθελε την νέα δική του. Ειδάλλως, απείλησε,  θα έφευγε και θα χανόταν από προσώπου γης, θα ξενιτευόταν και δεν θα επέστρεφε πίσω ποτέ ξανά. Με αυτά τα σκληρά λόγια, έπεισε τον πατέρα του που τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον χάσει. Εξ άλλου, ήξερε ότι η όμορφη κόρη, ακόμα ήταν παρθένα εφ όσον εκείνες τις εποχές επικρατούσαν άλλα αυστηρότερα έθιμα.
Εκείνους τους καιρούς οι περισσότεροι κάτοικοι που ήσαν φτωχοί, το μόνο που μπορούσαν να δώσουν ως προίκα για τις κόρες τους, ήταν η βεβαιωμένη τιμιότητα και καθαρότητα που τις διέκρινε. Αλίμονο όποιας έβγαινε το όνομα, σε τέτοιες περιπτώσεις, καμιά δεν είχε μέλλον να παντρολογηθει. Ήταν γι αυτό που η σοφία του κόσμου έβγαλε την παροιμία «Παρά να σου βγει το όνομα, καλυτέρα το μάτι».
Το κακό γίνηκε, ο πλούσιος πατέρας κατάφερε να αλλάξει γνώμη στον πατέρα της κοπέλας, και αυτός με τη σειρά του έπεισε την κόρη του να διαλύσει τον αρραβώνα με τον φτωχό νέο και να αρραβωνιαστεί το πλούσιο και όμορφο πλουσιοπαιδο. Δεν ήταν δύσκολο να την πείσει να ξεχάσει τον έρωτα της. Ο καινούργιος γαμπρός ήταν πολύ όμορφος και πολύ πλούσιος.
Ένα πρωινό που ξύπνησε ο φτωχός νέος, διαπίστωσε ότι το γειτονικό σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του ήταν άδειο και οι ένοικοι έλειπαν. Γεμάτος ανησυχία αφού δεν γνώριζε για τα τεκτενομενα, σαν τρελός έψαχνε να ανακαλύψει που χαθήκαν όλοι χωρίς μια ειδοποίηση.
Όταν ξημέρωσε καλά, ο πλούσιος τοκογλύφος έστειλε έναν ταχυδρόμο άνθρωπο δικό του, που του παρέδωσε ένα γράμμα με το οποίο του εξήγησε ότι μετακόμισαν με τη βοήθεια του, γιατι  την κόρη τους την λόγιασαν με τον δικό του γιο.
Η γη έπεσε στο κεφάλι του, δεν ήθελε να το πιστέψει, τα πάνω ηρθαν κάτω και θεωρούσε αδιανόητο αυτό το μεγάλο κακό να συμβαίνει στον ίδιο και από τη μια στιγμή στην άλλη που ένιωθε να πλημμυρίζει τόση ευτυχία, να τον βρίσκει τόση δυστυχία.
Περνούσαν οι μέρες και ένιωθε μέσα του ένα θυμό που όλο μεγάλωνε. Συνέχεια σκεφτόταν αν θα ξαναφαινόταν, κι όλο έβλεπε τον δρόμο μήπως ξαναφανεί.
Μάταια όμως, την έχασε για πάντα, μια τρέλα τον κυρίευε, σκεφτόταν ότι δεν ήθελε έτσι τη ζωή, σαν κουβάρι η καρδιά του μπερδεύτηκε και υπέφερε πολύ.
Για τον μεγάλο πόνο που ένιωθε αιτία ήταν αυτή που τον πρόδωσε που τον έκαμε να πιστέψει στην αγάπη της, μια αγάπη δολοφόνος που τον σκότωσε όταν το μαύρο γράμμα που του έφερε ο ταχυδρόμος του γκρέμισε τα όνειρα και του μπέρδεψε την καρδιά και την σκέψη, τον τρέλανε και του άλλαξε τον ψυχισμό και έκανε τα ένστικτα του να γίνουν βίαια και να επαναστατούν και να αποζητούν ικανοποίηση.
Πήγε στο παλιό πλυσταριό και έστησε καρτέρι. Κατέστρωσε ένα σχέδιο, σκέφτηκε ότι άμα τον έβλεπε θα μετάνιωνε, και με την αγάπη που του είχε θα την ξεγελούσε και θα τη αποπλανούσε, έτσι που χωρίς τιμή πλέον, δεν θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον από τον ίδιο.
Οι μέρες περνούσαν, δεν φαινόταν, αλλά ήξερε ότι κάποια μέρα θα ερχόταν να πλύνει τα ρούχα της και να πλυθεί η ίδια.
Στις πολλές μέρες που παραμόνευε, την είδε μια μέρα να έρχεται. Ήταν μόνη της και στην γύρω περιοχή δεν φαινόταν άνθρωπος άλλος κανένας. Που έσκυψε να τρίψει τα ρούχα, της παρουσιάστηκε, αλλά αυτή μόλις τον είδε τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Βλέποντας στο πρόσωπο της τον τρόμο και την απέχθεια με την οποία τον κοίταζε, το μυαλό του θόλωσε, της όρμισε και την άρπαξε από το λαιμό και της έκλεισε το στόμα…
Όταν έπαψε να φωνάζει και της άφησε το στόμα, με τρόμο διαπίστωσε ότι την επνιξε. Την είδε κάτω σωριασμένη και πεθαμένη ένα άψυχο κουφάρι, και από απέναντι είδε τον πατέρα της να τρέχει κατά πάνω του.
Γεμάτος οργή και φόβο, χωρίς να ξέρει τι κάνει, με το μυαλό θολωμένο και τα νεύρα σπασμένα, είδε τον εχθρό του που ήταν η αιτία της δυστυχίας του να του ορμά από απέναντι. Με μια ψυχραιμία ανεξήγητη, τράβηξε το μαχαίρι του, και με μια απίστευτη δύναμη, τον άρπαξε και με πολλή ευκολία και περισσότερη ευτυχία, τον μαχαίρωσε αμέτρητες φορές. Τον έριξε χάμω πεθαμένο, αλλά συνέχισε να τον σφάζει και να τον κατακόβει σε κομμάτια.
Όταν τέλειωσε, έμεινε να κοιτάζει τους πεθαμένους για λίγη ώρα, και ύστερα χωρίς άλλη αντίδραση πήγε στο σπίτι του…
Οι γονιοί του βλέποντας τα ματωμένα ρούχα και την αλαφιασμένη όψη του, κατάλαβαν ότι έγινε κάποιο μεγάλο κακό, σίγουρα ο γιός τους έγινε φονιάς, αφού εδώ και μέρες τον παρακολουθούσαν να μετατρέπεται κάθε μέρα σε άλλον άνθρωπο, η οργή και η απογοήτευση  σχηματίζονταν στο πρόσωπο του κάνοντας τον να φαίνεται σαν άγριο ζώο μέσα σε κλουβί.
Τον έκατσαν σε μια καρέκλα, και καθαρίζοντας τον από τα αίματα, αυτός σαν άβουλο πλέον ανθρωπάκι που άρχισε να συνειδητιποια αυτό που έκαμε, τους είπε για το φονικό. Οι γονείς του με σφιγμένη την καρδιά και προσπαθώντας να μείνουν ήρεμοι, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να τον φυγαδεύσουν.
Αφού τον καθάρισαν και τούδωκαν καθαρά ρούχα να αλλάξει, η μάνα τού ετοίμασε έναν μποξιά, και ο κύρης του τον πήρε μαζί και φύγανε και χαθήκανε  στα όρη.
Η κρυψώνα που διάλεξαν ήταν καλή, γιατι οι Γενίτσαροι στρατιώτες όσο κι αν έψαξαν δεν τον βρήκαν. Πέρασαν μέρες, δεν έγινε κατορθωτή η σύλληψη του, έτσι σταμάτησαν να τον ψάχνουν. Ο πατέρας του τον προμήθευε φαγητό και άλλα εφόδια περιμένοντας να περάσει λίγος καιρός να αποχωρήσουν τα μπλόκα που έστησαν οι Τουρκικές αρχές στα μονοπάτια που οδηγούσαν εκτός του χωριού, ώστε να μπορέσει να τον φυγαδεύσει σε κάποιο άλλο μακρινό μέρος και να γλυτώσει τη ζωή του. 
Έτσι είχαν τα πράγματα, σε κάποια στιγμή οι άμοιροι γονείς του πίστεψαν ότι ο γιος τους θα γλύτωνε την κρεμάλα, αλλά δυστυχώς γι αυτούς, ο πλούσιος τοκογλύφος τάσσοντας δυο πουγγιά γρόσια, ζήτησε από τις αρχές σαν ραγιάς που τους εξυπηρετούσε, να συνεχίσουν και να κάμουν ότι έπρεπε και δεν έπρεπε να τον συλλαβουν.
Έτσι γίνηκε, μια μέρα ο Μπέης ο τοπικος διοικητής, φώναξε τον πατέρα του φονιά και τον έβαλε σε μια κάμαρη. Τι διαμείφθηκε κανένας δεν ξέρει, είναι ένα μυστήριο που ακόμα υπάρχει μέχρι σήμερα σε όσους διηγούνται την ιστορία. Την επόμενη μέρα πηγαίνοντας προμήθειες στο γιο του, τους άφησε να τον παρακολουθήσουν, να βρουν την κρυψώνα και να συλλάβουν το γιο του. Τον ίδιο την άλλη μέρα τον βρήκαν οι χωριανοί να κρεμιέται από ένα δένδρο δίπλα στο μικρό ρυάκι που διασχίζει το χωριό. Είχε βάλει τέρμα στη ζωή του που δεν την άντεχε ύστερα από το μεγάλο κακό, ύστερα που αναγκάστηκε να προδώσει το γιο του. Σε λίγες μέρες πέθανε και η γυναίκα του από το μαραζι της.
Σε ένα μήνα ο καδής επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη, τιμώρησε τον φονιά διατάσσοντας να σκοτωθεί δια απαγχονισμού όπως επέβαλλε ο Οθωμανικός νόμος. Αποκαταστάθηκε έτσι η τάξη με παραδειγματικό τρόπο ώστε κανείς άνθρωπος να μην θέλει να παρανομεί εις βάρος άλλων συνανθρώπων του…

Όταν ήρθε η αυγή εκείνης της μέρας ­ που ορίστηκε για την εκτέλεσή του, βρήκε τον νεαρό φονιά να είναι γονατισμένος στο πάτωμα, με τα χέρια ενωμένα σε προσευχή. Είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μακριά του μαλλιά έπεφταν στο μέτωπο του, και οι παλάμες του ίδρωναν. Είχε φτάσει το τέλος του, δεν λυπόταν για το διπλό φονικό που έκαμε, μαράζωνε μόνο που χάθηκαν άδικα για λόγου του οι γονείς του, μαράζωνε που θα χανόταν και ο ίδιος.