Η Μεγάλη Βρετανία είχε βλέψεις στην Κύπρο από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σημαντική γεωγραφική της θέση και ο φόβος από ενδεχόμενη κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, υπαγόρευαν την ανάγκη κατάληψης της Κύπρου. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1877 που έληξε με ήττα της Τουρκίας οδήγησε τη Μ. Βρετανία να υπογράψει αμυντική συμφωνία με την Τουρκία, και για αντίτιμο η Τουρκία εκχώρησε την Κύπρο στην Αγγλία να κατέχεται και να διοικείται από αυτήν.
Καταλαμβάνοντας το νησί οι Άγγλοι δεν ανέμεναν σοβαρές αντιδράσεις από τους κατοίκους, φοβόντουσαν ότι μόνο στην επαρχία της Πάφου δυνατό να είχαν δυσκολίες, γιατί στην Πάφο επικρατούσε αναρχία. Για να την κάθ υποτάξουν οι Άγγλοι προσέλαβαν πολλούς αστυνομικούς Έλληνες και Τούρκους πού ήξεραν τους κατοίκους και τις περιοχές, έτσι θα ήταν ευκολότερη η επιβολή της τάξης...
Ο Παναγής Χ΄΄ Κώστας γεννήθηκε στην Κοίλη, αλλά από πολύ νεαρός κατατάγηκε στη Χωροφυλακή. Ήταν έξυπνος και πολύ μελετηρός, και κατάφερε να μάθει να ομιλεί εκτός από την Ελληνική γλώσσα την Αραβική, την Αγγλική και την Τουρκική. Εξ αιτίας της μόρφωσης του, από πολύ ενωρίς προάχθηκε σε τσιαούσιη (λοχία) και τον έστελναν υπεύθυνο στους κατά τόπους αστυνομικούς σταθμούς της Πάφου. Αργότερα προηχθη σε Υπαστυνόμο, αλλά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως τσιαούσιη, άφησε εποχή και λέγονται πολλές ιστορίες για τα κατορθώματα του. Ήταν τόσα πολλά και γνωστά τα γεγονότα αυτά, που ακόμα και όταν προάχθηκε σε βοηθό αστυνόμο, ο κόσμος τον ήξερε και τον συνάφερνε ως ο Παναή τσιαούσιη. Παντρεύτηκε και κατοίκησε πάρα πολλά χρόνια στην Κισσονεργα όπου δημιούργησε οικογένεια, γι αυτό πολλοί νομίζουν ότι είναι γέννημα της Κισσονεργας.
Τη δεκαετία του 1940 – 1950 στο χωριό Κελοκέδαρα ο αστυνομικός σταθμός αποτελειτο από τέσσερις άνδρες, αλλά η παρανομία δεν μπορούσε να παταχθεί γιατι όλοι οι κάτοικοι ήσαν παράνομοι, και είχαν σύστημα ο ένας να κλέβει από τον άλλο. Ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο, όταν νύχτωνε δεν πήγαιναν να κοιμηθούν, παρά μόνο επιδίδονταν πώς να κλέψει ο ένας από τον άλλο.
Η έρημη περιοχή γύρω από το χωριό ήταν γεμάτη γράπες, δηλαδή υπόγεια σπήλαια που τα στόμια τους ήταν επίπεδα με τη γη, και για να κατεβεί κάποιος μέσα χρειαζόταν σκάλα ή σχοινί. Αυτά τα σπήλαια οι κάτοικοι τα χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν μέσα τα πρόβατα και τα ερίφια που έκλεβαν, ώσπου να σταματήσει η χωροφυλακή να τους ψάχνει, και μετά τα πουλούσαν σε άλλα χωριά, ή τα έσφαζαν και τα έτρωγαν. Το κρέας στο τραπέζι των κατοίκων, δεν είχε καλή γεύση αν δεν ήταν κλεψιμιό.
Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ ενοχλητική, οι αρχές δεν μπορούσαν να επιβάλουν την τάξη γιατί κανείς δεν έδινε πληροφορίες. Το θεωρούσαν ρουφιανιά να προδώσουν κάποιο χωριανό τους, εξ άλλου η κατάσταση ο κλέψας του κλεψαντος, τους ευχαριστούσε.
Ο αστυνόμος της Πάφου σκέφτηκε τι να κάμει, δεν έβρισκε λύση, αποφάσισε και αντικατέστησε τους χωροφύλακες του σταθμού στέλνοντας μια καινούργια ομάδα αστυνομικών, με επικεφαλής τον Παναή τσιαούσιη ελπίζοντας ότι με την πονηριά που τον διέκρινε, ίσως κάτι να κατάφερνε.
Ο Παναή τσιαούσιης σκέφτηκε ότι την μικρή κοινότητα με τους μετρημένους κατοίκους τους τόσο λίγους, γρήγορα θα τους συνέτιζε, και με την βία του νόμου που θα εφάρμοζε αν χρειαζόταν, θα αποκαθιστούσε την τάξη. Αυτά τους έλεγε στο μικρό καφενεδάκι της πλατείας, και όλοι οι κάτοικοι από μέσα τους τον περιγελούσαν. Βασίζονταν στην επιδεξιότητα τους που απέχτησαν στα δεκάδες χρόνια που πέρασαν εξασκώντας την τέχνη της κλεψιάς, και κανείς δεν μπόρεσε να τους σταματήσει, ούτε ακόμα ο σκληρός Οθωμανικός νόμος της εποχής της Τουρκοκρατίας. Πως θα μπορούσε λοιπόν να τους σταματήσει ένας Ρωμιός;
Οι αναφορές και τα παράπονα ότι χάνοντας ζώα από τα μαντριά συνέχισαν να φτάνουν στην αστυνομία, γι αυτό Ο Παναή τσιαούσιης όρισε βάρδιες, όλοι οι αστυνομικοί και αυτός μαζί εκτός από ένα που έβγαζε βάρδια στο σταθμό, όλες τις νυχτερινές ώρες έβγαζαν σκοπιά παραφυλάγοντας στα περάματα και τα μονοπάτια του χωριού για να πιάσουν επ αυτοφώρω τους κλέφτες.
Ήταν καλοκαίρι και οι μέρες περνούσαν, αλλά κανένας αστυνομικός δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίποτα. Έφτασε το φθινόπωρο, οι νύχτες έγιναν κρύες και με μια κουβέρτα τυλιγμένοι με το μαρτίνι (όπλο) αγκαλιά κουρνιασμένοι σε απόμερα σημεία, συνέχιζαν να φυλάγουν σκοπιά.
Την ημέρα στα καφενεία ο κόσμος τους έβλεπε μειδιώντας ειρωνικά, ενώ οι αστυνομικοί αισθάνονταν στο πετσί τους το περιπαίξιμο και την απαξίωση τους από τους κατοίκους. Ένιωθαν άβολα και ντροπιασμένοι.
Ο Παναή τσιαούσιης ήταν πολύ προσβεβλημένος όσο σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να επιβάλει τον νόμο σε μερικές δεκάδες αμόρφωτους χωρικούς και διασυρόταν η τιμή του στα γύρω χωριά με κίνδυνο να επεκταθεί σε όλη την Πάφο. Αφού κατάλαβε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε να κάμει με πανούργους χωρικούς και δεν επρόκειτο να τους συλλάβει επ αυτοφώρω, σκέφτηκε ότι έπρεπε τουλάχιστον να βρει ένα τρόπο να τους αποτρέπει από το να παρανομούν και να σταματήσουν να κλέβει ο ένας τον άλλο.
Διάταξε τους αστυνομικούς να σταματήσουν τις σκοπιές και να μην ξενυχτούν, ούτε να ταλαιπωρούνται στο κρύο και στη βροχή χωρίς αποτέλεσμα. Σκυφτός στο γραφείο του επεξεργαζόταν ένα σχέδιο, πως να ξεγελάσει τους πανούργους κατοίκους του χωρίου. Ως ένας πονηρός και έξυπνος άνθρωπος που ήταν, ως ένα καινούργιος πανούργος Οδυσσεας, κατέστρωσε ένα απλό σχέδιο που το έβαλε σε εφαρμογή…
Το χωριό ήταν κτισμένο σε ένα κάτσιμο, ενώ γύρω του υψώνονταν και το περιέκλειαν οι ράχες των γύρω βουνοπλαγιών. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στα αμπέλια και στις περιοχές που έβοσκαν τα γίδια και τα πρόβατα τους ήταν ένας, και κατηφορίζοντας τον όταν επέστρεφαν οι κάτοικοι είχαν πανοραμική θέα ολόκληρο το χωριό και ειδικότερα φάνταζε και ξεχώριζε η μικρή κεντρική πλατεία με το κτίριο της χωροφυλακής κτισμένο στην μια άκρη της.
Όλοι οι χωριανοί είχαν ένα συνήθειο, σχόλναγαν από τις δουλειές τους όλοι την ίδια ώρα και από την πλατεία φαινόντουσαν όλοι όπως σε παράταξη τα απογεύματα να επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Ένα απόγευμα την ώρα που επέστρεφαν στα σπίτια τους, γέρνοντας την κατηφορική καμπή του δρόμου, οι άνθρωποι άκουσαν φωνές να ακούγονται από το χωριό. Στάθηκαν στην άκρια κάνοντας τόπο και στους υπόλοιπους, και βάζοντας αντήλιο τα χέρια τους, είδαν οι κάτοικοι των Κελοκεδάρων τον Παναή τσιαουσιη να έχει έναν φυλακισμένο δεμένο στο δένδρο της αυλής του αστυνομικού σταθμού και να τον χτυπά αλύπητα με ένα πέτσινο Λούρο. Σήκωνε το χέρι ψηλά και κατέβαζε με δύναμη το λουρί στο σώμα του φυλακισμένου. Του είχε βάλει μια κουκούλα στο πρόσωπο, του είχε σφιχτοδέσει τα χέρια γύρω από τον κορμό και τον χτυπούσε αλύπητα. Έβλεπαν τα αίματα του πληγωμένου απλωμένα στο χώμα, και ακούγαν σοκαρισμένοι τον Παναή τσιαούσιη να φωνάζει θυμωμένα,
-Ένα να ξανακλεψεις, ρε;
Και ξαναβαρουσε αλύπητα. Ο καημένος ανθρωπάκος δεμένος και ανήμπορος σπάραζε από τους πόνους και φώναζε της Παναγίας να τον γλιτώσει. Αυτή όμως ίσως δεν ήθελε να τον γλυτώσει, και το μαρτύριο του κράτησε αρκετή ώρα. Όταν απόκαμε και σταμάτησε να σπαράζει από τους πόνους σημάδι ότι λιγοθύμησε, ο βασανιστής του παράτησε τον Λούρο, και αφού τον έλυσε, τον έσυρε τραβηχτό στο χώμα όπως ένα σακί με άχυρο και τον πέταξε μέσα στον αστυνομικό σταθμό σαν πατσαβούρι, λέγοντας,
-Θα σε χώσω φυλακή, να μάθεις να μην κλέβεις.
Οι άνθρωποι πάνω στο ψήλωμα κοίταζαν σοκαρισμένοι μην μπορώντας να πιστέψουν την τόση κτηνωδία και απανθρωπιά του Παναγή Τσαούση. Είδαν την απέραντη του σκληρότητα και έφριξαν, είδαν την πολλή του κακία και φοβήθηκαν.
Σαστισμένοι ξαναπήραν το στενό δρομάκι να κατεβούν στο χωριό, και περνώντας από τον αστυνομικό σταθμό, η μιλιά τους δεν έβγαινε, κοίταζαν απορημένοι την πόρτα του αστυνομικού σταθμού, αδυνατώντας να πιστέψουν όσα είδαν…
Οι κάτοικοι των Κελοκεδαρων πραγματικά φοβήθηκαν, πίστεψαν ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο άκαρδο και σκληρό, το ξύλο που έδωσε στο καημένο ανθρωπάκι αν το έτρωγε γάιδαρος, ίσως να ψοφούσε. Δεν το συζήτησαν μεταξύ τους μη θέλοντας να δείξουν ότι φοβήθηκαν, η πργαμτικότης όμως ήταν ότι τρομοκρατήθηκαν και δεν θα ήθελαν να καταντήσουν στην ίδια μοίρα δεμένοι στον κορμού του δένδρου που βλάσταινε στην αυλή της μικρής πλατείας.
Απότομα οι κλεψιές σταματήσανε και στο χωριό υπήρχε τάξη και ασφάλεια. Διαδόθηκε σε όλη την επαρχία της Πάφου ότι ένας απλός λοχίας κατάφερε να συνετίσει τους σκληροτράχηλους κλέφτες και αρματολούς των Κελοκεδάρων. Η φήμη του Παναγή Τσιαούσιη ταξίδευσε παντού, και όλοι μιλούσαν με μεγάλο θαυμασμό για λόγου του. Ο ίδιος έτριβε τα χέρια του χαρούμενα, όλα είχαν μπει σε απόλυτη τάξη και όσο υπηρετούσε στο απομακρυσμένο αυτό φυλάκιο, καμιά παρανομία δεν συνέβηκε.
Τον Παναγή Χ΄΄ Κώστα ή Παναή τσιαούσιη συνάντησα τις προαλλες στην καντίνα του νοσοκομείου της Πάφου, και βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι να πίνουμε καφέ. Η κουβέντα το έφερε, ανοίξαμε συζήτηση για τα παλιά και συζητώντας για το περιστατικό, οι θύμισες τον πήραν πίσω και με ένα πλατύ χαμόγελο που του φώτισε το πρόσωπο, μου εξήγησε μειδιώντας ότι το ξυλοκόπημα του κλέφτη ήταν στημένο κόλπο που σκηνοθέτησε για να φοβίσει τους ανθρώπους ώστε να παύσουν τις παρανομίες. Φόρεσε κουκούλα σε έναν υφιστάμενο του, τον έδεσε στο δένδρο, έσφαξε και δυο όρνιθες και τον περίελουσε με το αίμα τους. Όταν είδε τους χωρικούς να κατηφορίζουν το μονοπάτι προς το χωριό, αυτός αρχίνησε να χτυπά με το λούρο τον κορμό του δένδρου με τρόπο που να φαίνεται ότι χτυπούσε τον δήθεν κρατούμενο. Η παράσταση ήταν καλή και πετυχημένη, οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ήταν αληθινή. Στο χωριό υπηρέτησε ακόμα έξι μήνες, και για όλο αυτό το διάστημα, καμιά παρανομία δεν του καταγγέλθηκε.