ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (μεγάλο διήγημα)

ΑΠΟ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑΚεφάλαιο Ι
Η δεκαετία του΄60 ήταν μια δύσκολη εποχή για τον πληθυσμό της Κύπρου. Ήταν χρόνια φτωχικά που μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας οι οικονομικοί καιροί ήταν άθλιοι, αλλά με τους κατοίκους στο σύνολο τους να προσπαθούν να επιβιώσουν, έτσι που σιγά με τον καιρό να τα καταφέρνουν και με τη χάρη του θεού να προοδεύουν.
Θυμάμαι σαν να ήταν μόλις χτες που πήγαινα στο Γυμνάσιο με ένα κόκκινο ποδήλατο βαμμένο με μινιόν με σέλλα σπασμένη, που άμα τρυπούσε το λάστιχο παρακαλούσα τον Νικόλα Μαραγκό τον ποδήλατα να μου το φτιάξει βερεσιέ, γιατί δεν μπορούσα να έχω ούτε την ελάχιστη μια μπακκίρα που ζητούσε ως αμοιβή του. Εκείνες τις εποχές για να πάει κάποιος γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα. Μετά από αίτηση μου ως μέλος φτωχής οικογένειας στη σχολική εφορία, εξασφάλισα μείωση των διδάκτρων, πλήρωνα δωδεκάμισι λίρες το χρόνο που για να μαζέψω αυτά τα χρήματα κοκκολοούσα τεράτσια. Το κοκκολόημα των τερατσιών ήταν μάζεμα χαρουπιών, όσων έμεναν αμάζευτα στα ξώκλωνα των δενδρών είτε από απροσεξία, είτε γιατι δεν ήταν εύκολο το μάζεμα τους. Μετά το πέρας της συγκομιδής, από τους ιδιοκτήτες επιτρεπόταν σε οποιοσδήποτε να επιχειρήσει να μαζέψει όσα απομινάρια καρπών είχαν απομείνει. Ήταν ένα δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα, το οποίο όμως επιχειρούσα γιατι χρειαζόμουν οπωσδήποτε τα χρήματα για το σχολείο. 
Στο γυμνάσιο οι μαθητές και οι μαθήτριες φοιτούσαν σε διαφορετικά τμήματα, δεν επιτρέπονταν οι μικτές τάξεις, όμως μέσα στα τμήματα των τάξεων, οι μαθητές ξεχώριζαν σε κοινωνικές τάξεις, ήταν οι ευκατάστατοι και οι φτωχοί, τα χωριατόπαιδα και τα παιδιά της πόλης. Οι μεν έκαναν παρέα τους μεν, και οι δε τους δε. Θυμάμαι όλα τα πλουσιόπαιδα της εποχής εκείνης, -τους πιο πολλούς έχω να τους δω από τότες-, όταν κάποτε η σκέψη μου πάει πίσω το μυαλό μου κολλά πάντα σε ένα παιδί, ένα μαθητή  φιλαράκι μου που αυτός από πλούσια οικογένεια της πόλης, εγώ φτωχοπαίδι του χωριού, ήμασταν κολλητοί φίλοι. Κολλά το μυαλό μου σ αυτόν γιατί ύστερα που πήραμε δρόμους ξεχωριστούς και πέρασε πολύς καιρός, ήταν τόσο έντονη και συγκινησιακή η εμπειρία της οικογενειακής ιστορίας που του συνέβηκε, που με επηρέασε έτσι που σήμερα μετά από πολλές δεκαετίες ενώ καθόμουν στον υπολογιστή μου και και σκεφτόμουν τι να γράψω, που είχε στερέψει το μυαλό μου από ιδέες και είχε κολλήσει ο νους μου, ήρθε στη θύμηση μου ο καιρός εκείνος, η μικρή λυπητερή ιστορία που συνέβηκε στο παιδικό μου φίλο, και αποφάσισα να την καταγράψω όπως την ήξερα, όπως μου την διηγήθηκε ο ίδιος.

Ζούσε με τους γονείς του σε ένα παλιό παραδοσιακό σπίτι  κτισμένο στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης, ανάμεσα στη βουή της κίνησης και στην ησυχία της απομόνωσης των σκιερών δενδρών της μεγάλης αυλής που το περιέβαλλε. Ήταν στη παλιά πόλη του Κτημάτου με τα λίγα αρχοντικά, τους λίγους κατοίκους και τα λίγα μαγαζιά. Μοναχοπαίδι και από οικογένεια της υψηλής κοινωνίας, ο πατέρας του ήταν μεγάλος έμπορας, είχε πολλά χρήματα και μαζί με τη μητέρα και όλο τους το σοι είχαν μεγαλη υπόληψη στην μικρη κοινωνία που ζούσαν. Κάθε Κυριακή πήγαιναν όλοι στην εκκλησία στον Μητροπολιτικό ναό, και ο επίτροπος αμέσως που τους έβλεπε έτρεχε κοντά τους και τους οδηγούσε στους μπροστινούς σκάμνους ως άρμοζε, σαν οικογένεια αρχόντων και μεγάλων προεστών της μικρής επαρχιακής πόλεως. Άμα τέλειωνε η λειτουργία κάθε Κυριακή και ανελλιπώς, έβγαιναν από την πόρτα του Μητροπολιτικού ναού παρέα με το Δεσπότη και έμπαιναν στην άλλη πόρτα απέναντι της εκκλησίας το Δεσποτικό, όπου πήγαιναν να πιούν καφέ.
Η ζωή ήταν πολύ όμορφη για τον φίλο μου και την οικογένειά του. Είχαν ένα υπέροχο σπίτι, μια ευχάριστη δουλειά με πολλές απολαβές, ο πατέρας ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, αυτός μοναχοπαίδι και η μητέρα του μια τέλεια σύζυγος, και όλοι μαζί αποτελούσαν μια αψεγάδιαστη εικόνα αστικής οικογένειας ενταγμένης στην ελίτ των αρχόντων της μικρής πολιτείας. Τίποτα δεν έδειχνε να υπάρχει να διαταράξει την ιδανική κατάσταση…
Μια μέρα της Άνοιξης που ο καιρός έμοιαζε καλοκαιρινός προμήνυμα θερμού καλοκαιριού, μπήκαμε όλοι στις τάξεις, αλλά ο φίλος μου ήταν απών. Σκέφτηκα ίσως να συνέβηκε κάτι, έλπιζα να μην ήταν σοβαρό. Με σκέψεις ανήσυχες να μου στροβιλίζουν το μυαλό, ύστερα από την έκτη ώρα την τελευταία εκείνης της μέρα, αφού σχόλασα, ως άρμοζε να κάμω καβαλίκεψα το κόκκινο ποδήλατο μου και αντί να πάρω το δρόμο που οδηγούσε δυτικά, οδήγησα ανατολικά, πήγα να δω το φίλο μου.
Όταν έφτασα, οι πόρτες και τα παραθύρια του σπιτιού του ήταν κατάκλειστα, δεν φαινόταν κανείς. Στάθηκα πολλή ώρα περιμένοντας και εποπτευοντας για κίνηση εντός της οικίας, αλλά μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε, δεν υπήρχε πουθενά ψυχή. Έφυγα, μη ξέροντας τι να υποθέσω.
Την άλλη μέρα και την παράλλη συνέβηκε το ίδιο, ο φίλος μου δεν ερχόταν σχολείο. Το σπίτι έμενε παντέρημο κλειστό, ύστερα κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι πλούσιοι άρχοντες πτώχευσαν, έγιναν φτωχότεροι και απο τους φτωχούς. Ήταν μια αναπάντεχη καταστροφή που ήρθε ξαφνικά, εκεί που ήσαν βουτηγμένοι στα πλούτη βρέθηκαν βουτηγμένοι στα χρέη.
Ο πατέρας είχε επενδύσει πολλά χρήματα όσα είχε και άλλα τόσα που δανείστηκε σε μια μεγαλη εισαγωγή εμπορευμάτων, αλλά η εισαγωγική εταιρεία πτώχευσε, καταστράφηκε, πήρε μαζί της στην καταστροφή και τον ίδιο. Όλος τους ο κόσμος ανατράπηκε, δεν έμειναν καθόλου χρήματα, δεν είχαν σπίτι, τα έχασαν όλα. Αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα ταπεινό σπιτάκι, θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον, να αποχωριστούν το μεγάλο αυτοκίνητο τους και να εξοικειωθούν με τη φτώχεια που ως τώρα δεν γνώριζαν. Θα έχαναν τη σπουδαία τους κοινωνική θέση, δεν θα μπορούσαν να κάτσουν με τιμή στη πρώτη σειρά σκάμνους,  όλοι θα τους έδειχναν και θα τους συζητούσαν. Μεγάλη ντροπή τους σκίασε, έχασαν την περιουσία τους, έχασαν την κοινωνική τους θέση. Το δεύτερο ήταν το πιο βαρύ απ όλα, τους σκότωνε την περηφάνεια, αλλά πιο πολύ σκότωσε τον εγωισμό της μητέρας του φίλου μου που μαράζωσε και δεν έτρωγε και όλο έκλαιγε. Το μαράζι την έτρωγε, έπαθε κατάθλιψη, αρρώστησε και ο άντρας της απελπισμένος και στεναχωρημένος περισσότερο με την κατάσταση της παρά με την καταστραμμένη δική του υπόληψη, όλο την παρηγορούσε, όσο όμως και άν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να την ημερέψει...

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Κεφάλαιο ΙΙ
Με τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις που της προέκυψαν από την αναπάντεχη πτώχεση, έπεσε σιγά σιγά σε κατάσταση κατάθλιψης. Το μυαλό της και ο ψυχικός της κόσμος μη μπορώντας να αντέξει τη πίεση και την υπερβολική ένταση, αυτοαποκλείστηκε από ένα περιβάλλον που γι αυτήν ήταν υπερβολικά επώδυνο. Έχασε την όρεξη της για δραστηριότητες που παλαιότερα την ευχαριστούσαν, αποτραβήχτηκε από την κοινωνία, αποξενώθηκε από τους ανθρώπους, ξυπνούσε χαράματα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έκλαιγε και μεμψιμοιρούσε, χάθηκε το χαμόγελο της για πάντα, κατάντησε μίζερη και μετέδιδε την κακοκεφιά και την στενοχώρια της στον όλο χώρο και περίγυρο της. Ήταν μια κατάσταση ανυπόφορη που δεν μπορούσε να ξεπεραστεί, που για τον φίλο μου και τον πατέρα του κατάντησε μεγάλο βάσανο, που αντί να εχουν σκέψεις για την οικονομική καταστροφή που τους βρήκε, παραπάνω έννοια είχαν την γιατριά της.  
Με τόσα κακά να εχουν συσσωρευτεί σ αυτή την οικογένεια, πρόεκυπτε και το βασικό πρόβλημα που ήταν πανω απ όλα. Πρόεκυπτε το μεγάλο ζήτημα
που  δεν ήταν τα χρεωστούμενα που τους τα πήραν όλα οι χρεώστες και δεν άρκεσαν, ήταν το πρόβλημα το βιοποριστικό. Ήταν δύσκολη η εποχή, η Πάφος ως σύνηθες φαινόμενο πάντα παραμελημένη από την κεντρική εξουσία, ήταν η πόλη χωρίς εργοστάσια και βιομηχανίες, χωρίς θέσεις εργασίας.
Μέσα σ αυτή την  δύσκολη πορεία των πραγμάτων που ήρθε η οικογένεια αντιμέτωπη, που φαινόταν να μην έχει ούτε λύση ούτε τέλος, σε τέτοιες στιγμές που αρχίζει να καταπιέζει το συναίσθημα της απελπισίας, δεν χωρούσε αισιοδοξία, ούτε υπομονή, παρά μονο άγχος και ανασφάλεια, μια κατάσταση που οδηγεί σε αναδιάταξη όλων των προτεραιοτήτων.
Ήξερε ότι έπρεπε να προστρέξει και να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του, να εξηγήσει στο γιο του για πραγματα που ίσως και ο ίδιος να μην ήξερε, έπρεπε όμως πάνω απ όλα να βρει δουλειά, ότι δουλειά, έπρεπε να ζήσει την οικογένεια του, ήταν η πρώτη προτεραιότητα.
Βάζοντας στην άκρη περηφάνια και εγωισμό ο καλός πατέρας, στράφηκε σε όλους για να βρει μια δουλειά. Σε όσους γνωστούς και φίλους στράφηκε βρήκε πολλή κατανόηση, βρήκε οίκτο και λύπηση, αλλά βρήκε επίσης αδυναμία για βοήθεια.
Η μη εξεύρεση εργασίας ήταν μια κατάσταση που δυσκόλευε αφόρητα τον ψυχικό κοσμο της οικογένειας, και που επηρέαζε τη σκέψη και την χαμένη ηρεμία όλων, και κυρίως της καημένης μάνας που είχε πέσει σε βαθιά κατάσταση θλίψης και μελαγχολίας. Ήταν λυπημένη, απεγνωσμένη, αποθαρρυμένη και απογοητευμένη με αρνητικές σκέψεις και απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον να τη ζώνουν και να τη βασανίζουν.
Έπρεπε εν μέσω αυτών, ο πατέρας μοναχός να αγωνιστεί για να προφυλάξει την οικογένεια του, την άρρωστη πλέον γυναίκα του και τον μικρό γιο του, να τον μορφώσει, να τον μεγαλώσει. Ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα τα πραγματα, είχε το γνώθι σ αυτό, ήξερε ότι στην αναζήτηση βοήθειας θα εύρισκε γυρισμένες πλάτες, ήξερε ότι μοναδικό στήριγμα θα είχε μονο την εσωτερική του δύναμη.
Η αληθινή ωραιότητα όμως, αυτή που ξεκινά από τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου, η αρμονία του ψυχικού κόσμου και η γαλήνη, η καλοσύνη και η αγάπη, είναι πράγματα και καταστάσεις που φωτίζουν όποιον τα κατέχει, μαζί και τον περίγυρο του. Αυτά μου έλεγε ο φίλος μου, αυτά ήταν χαρίσματα που είχε ο πατέρας του, με αυτά, αλλά κυρίως με την υπομονή και τις γνωστικές συμβουλές και παραγγελιές του, κράτησε το ηθικό της οικογένειας, έτσι που ενωμένοι άντεχαν τα δύσκολα και προσπαθούσαν να τα ξεπερέσουν εμμένοντας με υπομονή, δύναμη και αντοχή.  
Με αυτή την Ιώβειο υπομονή και την αξιοθαύμαστη αντοχή βρήκε εργασία και μεροκάματο απλού εργάτη στο Ακρωτήρι της Λεμεσού. Ξυπνούσε πριν τα χαράματα, επιβιβαζόταν σε λεωφορείο και κάνοντας την μεγαλη διαδρομή καθημερινά πήγαινε έλα, με μεγάλο κόπο κατάφερνε τα προς το ζειν μετα  της οικογενείας του.  
Αποδέχτηκε με γενναιότητα την κατάσταση, είδε την πραγματικότητα κατάματα. Συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη γυναίκα του και εμψύχωσε το γιο του. Τον συμβούλευσε να αποδεχτεί την νέα πραγματικότητα, να την κρίνει και να την αξιολογήσει ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να βάλει νέα κατεύθυνση στη ζωή του σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Να καταλάβει το συμφέρον της οικογένειας και κυρίως της άρρωστης μητέρας, να μείνει ψύχραιμος και να συμπεριφερθεί με τρόπο βοηθητικό για τον εαυτό του, αλλά και τους άλλους.
Ήταν ο πατέρας του ένας έξυπνος άνθρωπος που ήξερε ότι σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία η προσφορά του σε στήριξη και αφοσίωση αλλά και η επιρροή της αγάπης που θα τους πρόσφερνε θα είχε τεράστια σημασία στον ψυχολογικό και συναισθηματικό τους κοσμο. Ήταν ένας δυνατός άνθρωπος που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και να παλέψει, να ξεκινήσει από την αρχή, να μην παραδοθεί στις δυσκολίες που έφερε η ζωή…

Η ΣΤΡΙΓΓΛΑ, Κεφάλαιο III   
Οι μέρες που πέρασαν ήταν πολύ σκυθρωπές. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, όλοι οι συμμαθητές του φίλου μου στη  δεύτερη τάξη ήμασταν στενοχωρημένοι για το κακό που του συναίβηκε. Ο ίδιος ήταν στεναχωρημένος και κατηφής, κανείς μας δεν τον παρεξηγούσε. Πολλές φορές όταν σχολνούσαμε περπατούσαμε μαζί, γιατί ο δρόμος μας ήταν ίδιος πλέον, γιατί το καινούργιο τους σπίτι ήταν δυτικά της πόλεως, στη μεριά που πήγαινα εγώ. Κάποτε με προσκαλούσε μέσα, στην αρχή ανταποκρινόμουν, αλλά ύστερα αραίωσα διότι ένιωθα αμήχανα και ένα πλάκωμα στην ατμόσφαιρα σαν μια εχθρική ανάσα να τα άγγιζε όλα καταθλίβωντας το χώρο.
Ήταν μια κακή αύρα που εξέπεμπε το ύφος της νοικοκυράς του σπιτιού, της μητέρας του, που ύστερα από τον οικονομικό τους ξεπεσμό και τη θλίψη που την κατέβαλε, άλλαξε ο χαρακτήρας της, έγινε πολύ δύστροπη και απρόσιτη, περίπου άρχισε να φέρεται περίεργα και νευρικά, να μιλά με λόγο σκληρό και να έχει ασταθή συμπεριφορά. Ο άντρας της και ο γιος της με πολλή κατανόηση γίνονταν υποχωρητικοί, αλλά όσο της έδειχναν ανοχή, αυτή γινόταν χειρότερη απέναντι τους με ολοένα και πιο άσχημη συμπεριφορά σαν να ήθελε να τους πληγώσει, φανερώνοντας καθαρά ότι δεν τους νοιάζεται και ότι τους απεχθάνεται. 
Ήταν ένα σοκ, γιατί ενώ στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν κατάθλιψη που της προήρθε από την στενοχώρια που έχασε τα λούσα και τις τιμές, στο τέλος αποδείχτηκε ότι κατάντησε πικρόχολη, έδειξε έναν άλλο εαυτό, ένα κακό άνθρωπο που δεν ενδιαφερόταν για τους δικούς της, παρα μόνο για τον εαυτός της.
Ο γιός της έμενε περισσότερες ώρες μαζί της στο σπίτι καθώς ο άνδρας της ξημεροβραδιαζόταν στο μεροκάματο δουλεύοντας σκληρά. Σ΄ αυτόν λοιπόν έπεφτε το μερτικό να υπομένει τις παραξενιές της, σ αυτόν  εξαντλούσε την αυταρχικότητά και το θυμό της καταπιέζοντας τον με τη μουρμούρα της και τις παρατηρήσεις της. Στην αρχή όλα τα υπέμενε με καρτερία, σιγά σιγά όμως η υπομονή του εξαντλήθηκε και τα νεύρα του έγιναν σμπαράλια. Όμως κρατιόταν με πείσμα, δεν άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί, έσκυβε το κεφάλι και μόνο άκουγε χωρίς να αντιδρά ή να αντιμιλά, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί είτε να προστατεύσει τον εαυτό του, πόσον μάλλον να σηκώσει τον τόνο της φωνής του για να βάλει ένα τέρμα σ αυτό το θέατρο του παραλόγου που συνέβαινε κάθε μέρα και του τσίτωνε τα νεύρα. Είχε αποφασίσει για το καλό της ψυχικής της υγείας, να τηρεί καρτερική στάση. Γι’ αυτό προτιμούσε όποτε έβρισκε μια ευκαιρία να χάνεται από προσώπου γης, να βρίσκεται οπουδήποτε μακριά της για να μπορεί αποφεύγοντας την να δίνει τόπο στην οργή του.
Κάποτε που τον έπιανε το παράπονο ανοιγόταν σε μένα και μου παραπονιόταν ότι δεν άντεχε άλλο, σίγουρα η μάνα του θα τον τρέλαινε. Ένα δεκατετράχρονο παιδί ευαίσθητο, καλόψυχο και αγνό, που τη μια μέρα είχε όλα τα πλούτη και τις ανέσεις, τώρα είχε όλη τη φτώχεια, είχε και από πάνω μια στρίγγλα μάνα να ξεσπά πάνω του και να τον πληγώνει ψυχολογικά στην πιο ευαίσθητη ηλικία της νεότης του.
Για μένα η μάνα του όπως την έβλεπα, ήταν η προσωποποίηση πολλών πραγμάτων που απεχθάνομαι. Ο τρόπος που φερόταν στον άντρα της και στο γιο της ήταν απαράδεκτος. Μετά από ένα τόσο μεγάλο κακό θα φανταζόταν κανείς πως θα ήταν εκεί το ίδιο όπως και οι άλλοι να στηρίξει την οικογένεια, να βοηθήσει, να δώσει δύναμη όπως μόνο οι μανάδες μπορούν, αλλά όχι, δυστυχώς ήταν ένα κακό παράδειγμα εγωιστικής συμπεριφοράς που φανέρωνε ιδιοτέλεια. Σε μόνιμη φάση υστερίας και με απαράδεκτο τρόπο φερόταν στους ανθρώπους της όπως να τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη μεγάλη πτώχευση που της έφερε τα πάνω κάτω. Ήταν ένας απίστευτος ψυχολογικός πόλεμος που έφθειρε εξ ολοκλήρου την οικογενειακή γαλήνη μετατρέποντας τον σπιτικό χώρο σε καταθλιπτικό, μουντό και στενάχωρο περιβάλλον. Ήταν μια υστερική μάνα που αντί να στηρίζει το μικρό γιο της, τον καταπίεζε με τον άσχημο τρόπο που συμπεριφερόταν, με την ανασφάλεια που εξέπεμπε.
Όλα αυτά μαζί, καθώς και η απουσία του πατέρα του που ίσως με δικαιολογία τη δουλειά απέφευγε αυτό το μουντό οικογενειακό περιβάλλον, οδήγησαν το φίλο μου να καταντήσει σκυθρωπός και λυπημένος.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νιώθουν δίπλα τους δικά τους πρόσωπα που να νοιάζονται γι αυτούς και να τους σέβονται, να τους φροντίζουν, να τους καταλαβαίνουν και να τους συμπαραστέκονται. Όλα μαζί αυτά με μια λέξη ονομάζονται αγάπη, μια έννοια και ένα συναίσθημα καθώς και ένας τρόπος δια του οποίου την ορίζουμε και την προσδοκούμε, και η οποία έχει σημαντικό ρόλο στην εν γένει  συμπεριφορά μας. Στη περίπτωση της ιστορίας μας ενώ ο σύζυγος τα έδωσε όλα αυτά με το παραπάνω, ένιωθε την ανύπαρκτη αγάπη της γυναίκας του προς αυτόν από τον τρόπο που του φερόταν, καταλάβαινε ότι η ίδια η γυναίκα του τον απαξιούσε. Η καλή, γλυκιά, χαριτωμένη, ευγενική και σεμνή γυναίκα, ύστερα που έχασε τα πλούτη και την ψηλή κοινωνική της υπόσταση άλλαξε και έγινε στρίγγλα, έδειξε έναν άλλο εαυτό, φανέρωσε ένα κακό χαρακτήρα, υπεροψία και υπέρμετρη αλαζονεία.
Για όλα, ακόμα και όταν της έλεγε είναι καλή η μέρα, του απαντούσε με αρνητική κριτική διάθεση και συνεχώς απαξιούσε τις απόψεις του, τα συναισθήματα του και τις επιθυμίες του. Και αυτός αναγκαζόταν να αντιμετωπίζει τις πράξεις και τα λόγια της με τη φυγή του, θέλοντας να μη συζητά, ούτε να ακούει, αλλά κυρίως να μην αισθάνεται την απαξίωση της. Έβρισκε παρηγοριά σε μακρινούς περιπάτους στην άκρη της θάλασσας και αγναντεύοντας τους μακρινούς ορίζοντες πολλές φορές φανταζόταν τον εαυτό του πολύ μακριά στα ξένα, ανάμεσα σε αλλους ανθρώπους, σε ένα κόσμο που κανείς δεν θα τον ανάγκαζε να δέχεται καταπιεστικές συμπεριφορές που δεν τις ανεχόταν και του σκότωναν τη ψυχή. Σε ένα κόσμο χωρίς ψυχικούς εξαναγκασμούς ώστε να μπορεί να έχει όρεξη για δημιουργία, να έχει ανθρώπινες σκέψεις και ενδιαφέροντα που θα του ημέρευαν τη ψυχή.
Η ιστορία κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν δεν υπήρχε αυτός ο πιεστικός παρανοϊκός χαρακτήρας της συζύγου μητέρας.

Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΤΟΥΣ ΖΩΗΚεφάλαιο IV
Ο άνδρας και η γυναίκα μέσα από τη σχέση τους ως εραστές και σύντροφοι διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την αναμεταξύ τους συμπεριφορά. Στη περίπτωση της ιστορίας μας έπαυσε να υπάρχει και το ένα και το άλλο, ακόμα και η λεκτική επικοινωνία. Σε όλη αυτή τη συζυγική πορεία της συμβίωσης τους ο ένας δεν ήθελε να βλέπει τον άλλο, η ερωτική επιθυμία τους χάθηκε και έπαυσαν να υπάρχουν ιδιαίτερες στιγμές αναμεταξύ τους. Κατέληξαν σε μια ριζική διακοπή της επικοινωνίας τους, απομακρύνθηκαν ερωτικά και έντονος θυμός συσσωρεύτηκε στη σχέση τους. Η καθημερινή αποφυγή του ενός από τον άλλο, η καθημερινή επίδειξη περιφρόνησης με μονολεκτικές συζητήσεις και απαντήσεις, οι αντιπαλότητες και οι λεκτικές συγκρούσεις οδηγούσαν σταθερά σε μια όλο και μεγαλύτερη ρήξη. Τα οικονομικά προβλήματα τελικά ήταν απλά η αιτία για να φανερωθούν τα ενδόμυχα συναισθήματα τους. Πριν ήταν διαφορετικά, τώρα οι ίδιοι άνθρωποι έμοιαζαν σαν να είναι άλλοι, έμοιαζαν άνθρωποι που προκαλούσαν αρνητικά συναισθήματα.
Αυτή η εξέλιξη πλήγωνε και προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια, θυμό και νεύρα που είχε αποτελεσμα ο σύζυγος να αποφεύγει να ευρίσκεται εντος και περί της οικογενειακής εστίας, προσπαθούσε μακριά από τα προβλήματα και αφοσιωμένος στη δουλειά να περνά ο καιρός, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανελιχτεί επαγγελματικά. Με αίσθημα ντροπής να επικρατεί στη σκέψη του, όποτε υπήρχαν συζητήσεις με φίλους ή συνεργάτες ή  άλλους εργάτες, απέφευγε να συζητά περί θεμάτων σεξουαλικής δραστηριότητας, γελούσε αμήχανα και νιώθοντας μειονεκτικά απαντούσε με τετριμμένα και κλισέ φράσεις, αποφεύγοντας αυτού τους είδους τις συζητήσεις. Η απογοήτευση του ήταν μεγάλη, σκεφτόταν μήπως κάτι πήγαινε στραβά με τον ίδιο, αρνητικές εικόνες έρχονταν στη σκέψη του που τον δίχαζαν και τον έκαναν να αναρωτιέται. Ήξερε μέσα του ότι αιτία δεν ήταν αυτός, ήξερε ότι η σύζυγος του έδειξε τον πραγματικό εαυτό της ύστερα που έχασε αυτά που ήθελε, καταλάβαινε ότι πριν δεν τον αγαπούσε πραγματικά, παρά μονο συμφεροντολογικά. Ένιωθε έντονα το αίσθημα της απαξίωσης που διαμηνυόταν από τη συμπεριφορά της και η απογοήτευση με τη θλίψη κυριαρχούσαν τη σκέψη του.
Ήταν μια απαξίωση που πήγαζε από αίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων ανθρώπων, όντας αυτή απόγονος παλιάς οικογένειας με παρακαταθήκη το μεγάλο όνομα που έφερε, ένα όνομα που κυριαρχούσε στην ιστορία του τόπου. Γόνος Βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας που κρατούσε από αιώνες με πατέρα, παππού, και άλλους προπάππους όλοι μεγάλοι στρατιωτικοί που πολέμησαν σε σπουδαίους πολέμους, που πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα στα γράμματα, που ήταν πάντα κυρίαρχοι της κρατούσας τάξης, ένιωθε αυτή να είναι η τελευταία της οικογένειας και ήταν θυμωμένη. Ο θυμός που είχε στη σκέψη της ήταν μεγάλος, θύμωνε με τον εαυτό της που παντρεύτηκε ένα ταπεινό άνθρωπο κατώτερης τάξης . Μοναχοκόρη από ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια τον παντρεύτηκε μονο για την τεράστια του περιουσία, για να μπορέσει να ξαναζήσει τους παλιούς δοξασμένους καιρούς όταν σαν οικογένεια εκτός της σπουδαίας καταγωγής, είχαν και αμέτρητα πλούτη. Ήταν ωραίος, νέος, μορφωμένος, αλλά κυρίως πλούσιος, η επιλογή της έδειχνε να είναι η καλύτερη. Πέρασαν όμως δεκατέσσερα χρόνια, ναι πέρασε καλά, αλλά τώρα ήρθαν τα πανω κάτω. Αυτή η μίζερη κατάσταση χωρίς χρήματα και χωρίς πρόσβαση στην ανώτερη κοινωνία, εκεί που ανήκε, πολύ την ενοχλούσε, πάρα πολύ της κακοφαινόταν. Η ευγενική καταγωγή δεν της άρμοζε να ζει σε καταγώγια και χαμόσπιτα, χωρίς  κοινωνική αποδοχή. Με το πέρασμα των ημερών συνειδητοποιούσε μια αλλαγή μέσα της, ένιωθε να απομακρύνεται από κοντά του, αδυνατούσε να δεχτεί την νέα κατάσταση.
Ήταν μια κατάσταση που δεν θα μπορούσε να αλλάξει, κανένας τους δεν σκέφτηκε καν να προσπαθήσει να την αλλάξει. Ποτέ τους δεν συζήτησαν για την άσχημη πορεία αυτής της σχέσης, αρνούνταν να σκεφτούν πώς να την αντιμετωπίσουν, ίσως από το φόβο του χωρισμού, ίσως από το φόβο του αποτελέσματος τέτοιας συζήτησης. Σταδιακά ένα τείχος υψώθηκε ανάμεσα τους που τους απομάκρυνε όλο και περισσότερο. Η σχέση τους πάγωσε τόσο σεξουαλικά όσο και συναισθηματικά. Αφου απομακρύνθηκαν μ αυτό τον τρόπο ο ένας από τον άλλο, δεν ένιωθαν πλέον να θέλουν να κάνουν σχέδια που να συμπεριλαμβάνονται και οι δύο σε αυτά. Ένιωθαν ότι η σχέση τους δεν εκπλήρωνε όσα αρχικά σκέφτονταν και ονειρεύονταν και για τους δυο ως αδιαχώρητο σύνολο. Παρ όλα αυτά, καμία σκέψη δεν τους πέρασε στο νου να δώσουν ένα τέλος στην απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε, ίσως η συνείδηση τους να τους επέβαλλε να μην είναι υπαίτιοι να χαλάσουν μια οικογένεια που εκτός αυτούς, μεγάλο θύμα ήταν και το παιδί τους.
Τουλάχιστον προς το παρών…

ΕΝΑ ΠΛΗΓΟΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ,  Κεφάλαιο V
Η εφηβεία είναι περίοδος πολύ σημαντική στη ζωή του ατόμου και παιzει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ως ενήλικα. Ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον, και στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας παίρνει τα κυριότερα εφόδια που θα τον αντρειώσουν ψυχικά. Επηρεάζεται απ όλα τα καλά, αλλά και τα κακά. Οι γονείς εχουν να δώσουν στους νέους αξίες, ήθος, ιδανικά. Εχουν όμως να δώσουν ταυτόχρονα και τις κακές τους συμπεριφορές διότι αυτοί είναι τα πρότυπα, είναι η κύρια πηγή από την οποία αντλούν τα παιδιά τους.
Ο φίλος μου στην κρισιμότερη του ηλικία βρέθηκε να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον απαράδεκτο, ανεξέλεγκτο, και αφημένος από τους δυο του γονείς μόνος, παραμελημένος, στο έλεος ερωτημάτων που κανείς δεν του εξηγούσε και ήταν δύσκολο να καταλάβει.
Παρ όλα αυτά επειδή ήταν δυνατός χαρακτήρας αλλά κυρίως έξυπνος, αντιμετώπισε τα πραγματα ψύχραιμα και καρτερικά. Έβλεπε τις απαράδεκτες συμπεριφορές των γονιών του, στενοχωριόταν πολύ, αλλά πάντα διακριτικά έκλεινε τα αυτιά και γυρνούσε το βλέμμα αλλού να μην βλέπει. Ήταν ευαίσθητος και στενοχωριόταν, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματα ούτε στην τάξη, ούτε στο διάβασμα. Από καλός μαθητής κατέληξε μέτριος, όμως αυτό δεν ήταν πρόβλημα που τον στενοχωρούσε. Η σκέψη ήταν στο μεγάλο πρόβλημα που είχαν οι γονείς του, που δεν ήξερε που θα έβγαζε γι αυτό ανησυχούσε πολύ, φοβόταν ότι το τέλος θα ήταν μοιραίο.
Οι σκέψεις τού τριβέλιζαν το μυαλό, κατάντησε σκεφτικός και σκυθρωπός, σκυφτός και αγέλαστος. Φαινόταν από τη συμπεριφορά του, εγινε νευρικός και απότομος, κάτι που δεν ήθελε και στενοχωριόταν γι αυτό. Σκεφτόταν την κατάσταση και δεν έβγαζε άκρη, ήξερε ότι αν αφηνόταν στις μουντές του σκέψεις θα τρελαινόταν. Ήξερε επίσης αν αντιδρούσε διαφορετικά, αν σταματούσε να νοιάζεται ή από αντίδραση γινόταν παραβατικός, θα κατέληγε ένας άνθρωπος που δεν θα ήθελε να είναι.
Με όλα αυτά στο μυαλό, αποφάσισε να ξεφύγει από την αδράνεια στην οποία υπέπεσε και που τον καθήλωσε πνευματικά και σωματικά, να ξεφύγει από τις συνεχείς στενάχωρες σκέψεις που του κούραζαν το μυαλό με αποτέλεσμα να του πονεί όλο το είναι, αποφάσισε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, να απασχολήσει το σώμα του και το νου του, να ξεχαστεί στον κόπο της γυμναστικής.
Γράφτηκε σε Γυμναστήριο και όπου χανόταν ήταν πάντα εκεί να γυμνάζεται, να κουράζεται, να ιδρώνει, και να απασχολείται ώστε να μην ασχολείται με τις κακές σκέψεις. Με τη γυμναστική να αποτελεί πηγή υγείας και ενέργειας κατάφερε να ισορροπήσει συναισθηματικά και κατά το αρχαίο ρητό κατάφερε να έχει νουν υγιή εν σώματι υγιή. Κατάφερε να αποκτήσει πολύτιμες ψυχοσωματικές τεχνικές που ενεργοποίησαν την αδράνεια, του ανέπτυξαν τις πνευματικές ικανότητες, του ενεργοποίησαν τη δημιουργικότητα, την αυτοσυγκέντρωση και τη φαντασία. Του βελτίωσαν τη προσωπικότητα, την αποφασιστικότητα, τον αυτοέλεγχο, τη συναισθηματική ωριμότητα. Κατάφερε να ανακαλύψει κρυμμένα στοιχεία του χαρακτήρα του που τον βοήθησαν να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ισχυρές δυνάμεις του υποσυνείδητου με την αυθυποβολή και τη χαλάρωση.
Μετατράπηκε σε ένα σπουδαίο νέο με καλό χαρακτήρα και απέκτησε κρίση κατάλληλη που τον βοηθούσε να διακρίνει τι αξίζει, τι ωφελεί τι βλάπτει, που τον βοήθησε επίσης να βάλει κατευθυντήριες γραμμές στη ζωή του.
Κατάφερε να ξεφύγει από το συναίσθημα του φόβου και της απαισιοδοξίας και να αντικρίζει το μέλλον με αισιοδοξια. Ξέφυγε απο το αόριστο συναίσθημα της αβεβαιότητας, νίκησε το άγχος που του έτρωγε τα σωθικά, απόκτησε βούληση και αποφασιστικότητα έτσι που ξέφυγε από το θυμό που είχε μέσα του και πλήγωνε τους άλλους, αλλά και τον ίδιο. Έμαθε να δέχεται με γενναιότητα τα πράγματα, πράγμα που τον έκανε να ημερέψει, να ηρεμήσει και να γαληνέψει η ψυχή του.
Δεν ξανάγινε όπως πριν, το πλατύ του χαμόγελο εγινε θλιμμένο, έδειχνε ένα πολύ σοβαρό παιδί. Με μετρημένα λόγια και ευγενική συμπεριφορά συνέχιζε την καθημερινή ρουτίνα της ζωής του γεμίζοντας τη μέρα με σχολείο και γυμναστήριο, στο σπίτι πήγαινε αργά μονο για να κοιμηθεί. Ούτε για ύπνο δεν θα πήγαινε αν μπορούσε, δεν ήθελε να βλέπει την θλιμμένη κατάσταση του οικογενειακού περιβάλλοντος. Όμως δεν είχε επιλογή, δεν έπρεπε να τραβήξει αυτός τα άκρα, το θεωρούσε φυσικό και αυτονόητο, με αυτή τη γνώση καθιστούσε τον εαυτό του τραγικό πρόσωπο ανάμεσα στους δυο υπεύθυνους, τη μάνα του που δεν νοιαζόταν και δεν ρωτούσε, και τον  πατέρα του που δεν ήξερε αφου και αυτός έλειπε τις πιο πολλές ώρες. Έτσι περνούσε ο καιρός, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, Κεφάλαιο VI
Κάθε βράδυ περασμένες τρεις ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν ήθελε να κοιμηθεί. Ξαπλωμένος μόνος στο στενό κρεβάτι στο άλλο δωμάτιο ήθελε να είναι ξύπνιος, να σκέφτεται, να μαραζώνει, να αυτοτιμωρείται. Το ίδιο όταν κάποιος έχει πόνο που δεν αντέχεται και επιζητεί δυνατότερο μήπως έτσι ξεπεράσει τον άλλο τον αφόρητο, αφηνόταν στις μαύρες σκέψεις, σκεφτόταν τα πλούτη, την δύναμη, την υπόληψη, την κοινωνική υπόσταση, την οικογενειακή θαλπωρή, την πανέμορφη περήφανη σύζυγο, όλα τα καλά που είχε και έχασε. Αν μπορούσε δεν θα κοιμόταν ποτέ ξανά. Από αντίδραση, από πείσμα ή για πρόκληση. Ήθελε να βρίσκεται μέσα σε ατέλειωτες νύχτες στο παγωμένο σκοτάδι, στο γκρίζο ψυχοπλάκωμα και στις μαύρες σκέψεις με το πείσμα του και την αϋπνία του, να δίνει τη μάχη του νού που ήξερε ήταν δύσκολο να κερδηθεί, να αυτοτιμωρείται και να βασανίζεται…, και οι μέρες περνούσαν, και η μια ακολουθούσε την άλλη.
Αλλά ύστερα που πέρασαν πολλές βδομάδες, μια νύχτα που οι σκοτεινές του σκέψεις βρέθηκαν ανάμεσα του κρύου σκοταδιού και τις κουρτίνες του Σέλαος, είδε και θαύμασε την απόλυτη ομορφιά των χρωμάτων και ένιωσε μια επιθυμία γι αυτήν. Πεθύμησε να ξεφύγει από τον πόνο, ένιωσε κουρασμένος και εξαντλημένος, σκέφτηκε πως φτάνει πια, βλέποντας μέσα στο σκοτάδι της σκέψης του την ομορφιά των χρωμάτων και κυρίως του λευκού πανέμορφου απέραντου φωτός από το Σέλας, αποφάσισε να αναζητήσει γαλήνη, να μερέψει εντός του, του ήρθε σαν ξαφνική απόφαση. Αποφάσισε να προχωρήσει μπροστά, να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις, να ξαναγίνει ο κυρίαρχος, να βγει από την απομόνωση, να μπει στην κραιπάλη να αγωνιστεί και να αναζητήσει νέες ευκαιρίες. Ήξερε ότι είχε ικανότητες, θα τις χρησιμοποιούσε για να επιτύχει ανέλιξη του. Θα ανέβαινε ιεραρχικά και οικονομικά, θα μπορούσε να βοηθήσει το γιο του και να αποδείξει στη γυναίκα του ότι είχε σαν άνθρωπος αξία και δεν ήταν αντικείμενο χρήσης όπως τον είχε θεωρήσει και χρησιμοποιήσει. Να αποδείξει στον κοσμο ότι δεν νικήθηκε από τη κακή μοίρα, ότι όποιος αγωνίζεται είναι νικητής.
Ήξερε την ανθρώπινη φύση που ενώ τη μια στιγμή οι άνθρωποι είναι γονυπετείς και κόλακες, την άλλη συμπεριφέρονται με βάρβαρη λογική, νοημοσύνη και άποψη, όπως ακριβώς του φέρτηκαν πριν και μετά. Αφοσιώθηκε στη δουλειά του, παρακολουθούσε και κατέγραφε στο μυαλό του ότι συνέβαινε με τους άλλους ανθρώπους. Κοιτούσε τους εργάτες να υποφέρουν και να κουράζονται, να αμείβονται πενιχρά, να τους εκμεταλλεύονται βάναυσα και να τους φέρονται βάρβαρα. Έβλεπε τον επιστάτη να κάνει τον καμπόσο, να χρησιμοποεί την εξουσία του για να φαίνεται σπουδαίος και να συμπεριφέρεται λίγο καλύτερα σε όποιον του έφερνε πεσκέσι. Χρησιμοποιούσε τη θέση του και καταπίεζε σε μεγάλο βαθμό τους εργάτες, ακόμα τους ανάγκαζε να τον δωροδοκούν, χρηματιζόταν φανερά και χωρίς ντροπή. Όλοι τον είχαν άχτι και τον μισούσαν, κανείς όμως δεν αντιδρούσε, ο φόβος της ανεργίας δεν τους άφηνε να παραπονεθούν ή να καταγγείλουν την κακή του συμπεριφορά στα πιο ψηλά αφεντικά.
Αφου παρακολούθησε την κατάσταση, κατάλαβε ότι με λίγη παρότρυνση ήταν εύκολο να τους ενώσει και μαζί σαν ομάδα να τους οργανώσει να ζητήσουν τα δίκαια τους. Ήσαν όλοι αδικημένοι και καταπιεσμένοι, ήσαν όμως κυρίως αγανακτισμένοι και νευριασμένοι με την κακή συμπεριφορά του επιστάτη. Σε κάθε αδικία που παρακολουθούσε προσπαθούσε να επεμβαίνει διαμεσολαβητικά, στήριζε συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά τους αδικημένους, με αυτό τον τρόπο εγινε αγαπητός ανάμεσα στους εργάτες, όλοι στα δύσκολα έτρεχαν σε αυτόν.
Ύστερα που απέχτησε την εμπιστοσύνη τους πήγε στα μεγάλα αφεντικά και με λόγο ήπιο αλλά πειστικό, αιτήθηκε να μπει μια τάξη, να απομακρυνθεί ο επιστάτης, διότι τους εξήγησε υπήρχε φόβος αναταραχής γιατί η συμπεριφορά του ήταν κακή. Τα αφεντικά κατάλαβαν ότι δεν θα ζημίωναν, αλλά ίσως και να κέρδιζαν, γι αυτό δέχτηκαν το αίτημα. Άλλαξαν τον επιστάτη, σταμάτησε ο εκβιασμός και η καταπίεση, οι εργάτες ένιωσαν ελεύθεροι. Ήσαν πιο ευχαριστημένοι και απόδοση τους στην εργασία αυξήθηκε.
Από εκεί και ύστερα καθιερώθηκε σαν αρχηγός, ο λόγος του είχε πέραση, όλοι οι εργάτες τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν, ακόμα και τα αφεντικά του που τον παρακολουθούσαν αποφάσισαν ότι ήταν ένας έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος που ήξερε να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις δύσκολες καταστάσεις. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να προσφέρει καλές υπηρεσίες στην εταιρεία και να φέρει εις πέρας δύσκολες καταστάσεις, μπορούσε να πείσει τους ανθρώπους, και να τους καταφέρει και να τους φέρει με τα νερά του. Με λίγα λόγια έπρεπε να τον φέρουν με το μέρος τους, να τον διορίσουν σε καλή θέση, να του προσφέρουν καλό μισθό, να τον προωθήσουν. Διότι τους έξυπνους ανθρώπους αυτός που ξέρει να τους αμείβει και να τους χρησιμοποιεί τους έχει με το μέρος του και πάντα επωφελείται  πολύ από αυτους.

ΑΝΟΔΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, Κεφάλαιο VII
Ξημέρωνε Δευτέρα πρώτη μέρα της εβδομάδας, μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο έτοιμος να στρωθεί στη δουλειά, τον πλησίασε ένας κλητήρας και του είπε τον θέλουν στα γραφεία στον δεύτερο όροφο. Τον ακολούθησε, ανέβηκαν τις σκάλες και μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα προχώλ και στη μεση ένα γραφείο που πίσω καθόταν μια κοκκινομάλλα γεμάτη χάρη και ομορφιά με το ένα πόδι πανω στο άλλο. Κρατούσε μια χάρτινη λίμα και λιμάριζε το νύχι του μικρού δαχτύλου του δεξιού χεριού της. Μόλις τους είδε σηκώθηκε και με ψυχρή σοβαρότητα είπε στον κλητήρα,
-Ευχαριστώ, μπορείς να πηγαίνεις τώρα.
Μετά γύρισε προς το μέρος του και με ένα πλατύ χαρούμενο χαμόγελο όπως να τον ήξερε από παλιότερα και χάρηκε που τον είδε, του είπε.
-Σας περιμένει, ελάτε να σας οδηγήσω.
Με πολλη ευγένεια αγγίζοντας τον απαλά στον αγκώνα και δείχνοντας του με το άλλο χέρι, τον οδήγησε στην πόρτα απέναντι, χτύπησε και χωρίς να περιμένει απάντηση άνοιξε και τον έμπασε μέσα.
-Κύριε Γενικέ, ο καλεσμένος σας,
Είπε, και ξαναγυρνώντας στη μεριά του τον κοίταξε στα μάτια ολόισια, σταθερά, του ξαναχαμογέλασε και βγήκε έξω.
Μια αναταραχή ένιωσε στη λίμπιντο του, μια έλξη ένιωσε μέσα του γι αυτή τη γυναίκα, σκέφτηκε ότι είναι ένα σπουδαίο θηλυκό. Ύστερα από πολλές, πάρα πολλές εβδομάδες που δεν νοιάστηκε ή σκέφτηκε ή ένιωσε επιθυμία για το αντίθετο φύλο, κατάλαβε ότι οι ανθρώπινες αδυναμίες και η φύση του ανθρώπου πάντα στο τέλος κυριαρχούν και όσες δυσκολίες να έρθουν θα τις αντιπαρέλθουν. Σκέφτηκε με μια τέτοια γυναίκα εύκολα θα έπειθε και θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξανανοιχτεί και να σμίξει μαζί της.
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πέρασαν αστραπιαία ολόκληρες σκέψεις από το νου του, και ύστερα το ίδιο αστραπιαία γύρισε στην πραγματικότητα και γυρνώντας στο μεγάλο αφεντικό χαιρέτισε ευγενικά χωρίς κόμπλεξ κατωτερότητας και χωρίς αίσθηση μειονεκτικότητας. Αφου ήταν ξέρουμε πριν ένας σπουδαίος και τρανός άνθρωπος της κοινωνίας, ήταν συνηθισμένος να μιλά από ψηλά και εκ του ασφαλούς, ήταν συνήθειες που έβγαιναν μόνες τους φυσικές και αβίαστες.
-Κάθισε αγαπητέ μου, σε κάλεσα γιατί θέλω να μιλήσουμε για την εταιρεία στην οποία εργαζόμαστε και οι δύο, εγώ είμαι υπεύθυνος για την πρόοδο της, για αυτό το λόγο σε φώναξα μαζί να συζητήσουμε γι αυτό το σκοπό…
Του είπε ότι με τις συμπεριφορά του τους κύνησε το ενδιαφέρον, τον παρακολούθησαν και κατάλαβαν ότι είναι ένας άνθρωπος με προοπτικές αφου ήταν έξυπνος, δραστήριος και κυρίως άνθρωπος των πρωτοβουλιών. Με την έντονη του προσωπικότητα και την φαντασία που πίστευαν ότι διέθετε, σίγουρα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που χρειαζόταν η εταιρεία για πιο πολλη πρόοδο, ήταν ακριβώς γι αυτους τους λόγους που σκέφτηκαν να τον χρησιμοποιήσουν και να τον εντάξουν στο ανώτερο προσωπικό της εταιρείας ώστε από ένα υπεύθυνο πόστο να προσφέρει αυτά που μπορεί.
Χωρίς καμία ιδιαίτερη αλλαγή συμπεριφοράς και ικανοποίησης ως θα ήταν φυσικό, αλλά σαν φυσική κατάσταση και σύνηθες επακόλουθο αφου ήξερε τη δύναμη της προσωπικότητας του και τι αυτή εξέπεμπε, ευχαρίστησε τον ανώτερο προϊστάμενο και αποδέχτηκε την προαγωγή. Με ευγενικά λόγια τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε ότι θα εργαστεί και θα επιτύχει το ζητούμενο, ακόμα διευκρίνισε ότι εάν αφηνόταν με πρωτοβουλίες δικές του να δρα χωρίς να χρειάζεται να ενημερώνει τους ανωτέρους του εκ των προτέρων αλλά εκ των υστέρων ώστε να αδράττει τις ευκαιρίες όταν παρουσιάζονται ή όταν τις δημιουργεί ο ίδιος και πριν αυτές να χάνονται, θα μπορούσε να προσφέρει τα μέγιστα, θα μπορούσε να αποφέρει μεγαλη πρόοδο και πολλά κέρδη στην εταιρεία. Εξήγησε στον ανώτερο προϊστάμενο ότι διαθέτει αυτά τα προσόντα, ήταν ο ίδιος επιτυχημένος επιχειρηματίας πριν τη πτώχευση του, και ότι αιτία της πτώχευσης δεν ήταν οι κακοί χειρισμοί του ιδίου, αλλά η πτώχευση άλλων που συμπαρέσυραν και αυτόν μαζί τους.
-Ξέρουμε την ιστορία σου, ερευνήσαμε και είδαμε και γνωρίσαμε το ποιον των δραστηριοτήτων σου, ξέρουμε ακόμα και την δεινή οικογενειακή σου κατάσταση. Παρ όλα αυτά εκτιμήσαμε την προσωπική σου αξία, και ζητούμε τη συνεργασία σου γιατί είμαστε σίγουροι ότι η εταιρεία μας που αυτους τους καιρούς της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης έχει δυσκολίες, με τη δική σου συνεισφορά θα αναζωογονηθεί. Όπως εσύ φάνηκες ειλικρινής μαζί μας, έτσι και εμείς πράττουμε το ίδιο με σένα, σου μιλάμε στα ίσια, σε διορίζουμε σε υπεύθυνη θέση και σου επιτρέπουμε απεριόριστες πρωτοβουλίες δράσης.
Αυτά είπε ο ανώτερος προϊστάμενος, έκαναν χειραψία και ο διορισμός επιβεβαιώθηκε.

Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ, Κεφάλαιο VIII
Στρώθηκε στη δουλειά με όρεξη, ήθελε να δείξει ότι ήταν καλός, ήθελε να επιτύχει, να ανέλθει και να κατακτήσει την ιεραρχική πυραμίδα, ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του, στους άλλους, αλλά κυρίως στην αχάριστη γυναίκα του ότι ήταν ένας άξιος άνθρωπος. Δεν ανεχόταν την απαξίωση που του έδειχνε, ήξερε πόσο άξιζε αυτός και πόσο ανάξια των περιστάσεων στάθηκε η ίδια. Τον ενοχλούσε η στάση της απέναντι του και μέσα του τον έτρωγε το σαράκι, ένα σαράκι που σιγά σιγά μετατρεπόταν σε οργή και θυμό ακόμα και σε μίσος, αλλά που με τον καιρό έλπιζε να γίνει αδιαφορία διότι ήξερε ότι το είδος αυτό των ανθρώπων πρεπει να τους έχει σε απόσταση κάποιος λογικός. Η απόφαση του όμως η αμετάκλητη, ήταν να αποδείξει στον εαυτό του και στους άλλους ότι δεν ήταν ο ίδιος η αιτία που απέτυχε η οικογενειακή του επιχείρηση, και ότι ο ίδιος μπορούσε να επιτύχει πολλά, γι αυτό έπρεπε να χαίρει γενικής παραδοχής και εκτίμησης από τους γυρω του, ώστε δεν έμενε παρά να αποκαταστήσει το κύρος του που τρώθηκε εξ αιτίας της οικονομικής του πτώχευσης, και να αποδείξει με την δράση του ότι ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος.
Οι δραστηριότητες που ανελαβε ήταν πολλές, στρώθηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Ξεχάστηκε σ αυτήν γιατί ήταν μια δουλειά ενδιαφέρουσα που του άρεσε και του γέμιζε τις ώρες. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ που όταν ερχόταν η ώρα δεν σχολούσε, αλλά έμενε εκεί καθισμένος πίσω απο το γραφείο του συνεχίζοντας να δουλεύει ώσπου νύχτωνε καλά.
Επειδή δούλευε με πολλη όρεξη ήταν φυσικό να αποδώσει και να καταφέρει να πηγαίνουν όλα καλύτερα, τα κέρδη στην εταιρεία αυξήθηκαν και ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Οι μέτοχοι ήταν χαρούμενοι που προόδευε η εταιρεία και αυτός ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του που τα κατάφερνε καλά, είχε πλέον αρκετά χρήματα ώστε να ζει πλούσια με την οικογένεια του, αλλά γιατί επίσης στις ώρες τις πολλές που δούλευε, ξεχνιόταν και δεν σκεφτόταν τα οικογενειακά του προβλήματα.
Δεν ξέχασε τους φίλους του τούς εργάτες που τον βοήθησαν στην ανέλιξη του, τους αύξησε τα μεροκάματα, τους ελάφρυνε το ωράριο και τη σκληρή δουλειά και δεν αρνιόταν σε κανέναν να ακούσει το πρόβλημα του. Ακόμα πολλές φορές όταν δεν άκουε παράπονα κατέβαινε ο ίδιος κοντά τους να τους ρωτήσει γιατί σταμάτησαν να παραπονούνται.
Ήταν αγαπητός σε όλους, στους υφιστάμενους του, στους προϊστάμενους του, άρχισε και ο ίδιος να αποκτά τον τρωμένο του αυτοσεβασμό και να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
Πέρασε λίγος καιρός, οι προϊστάμενοι του όντας ευχαριστημένοι μαζί του τον άφησαν μονο να εργάζεται κατά πως ήθελε, και αυτός ανέλαβε πρωτοβουλίες και περισσότερα καθήκοντα. Σκεφτόταν ότι αυτά τα καθήκοντα και οι ώρες που διέθετε δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν παραπάνω χρόνο, έτσι μια μέρα είπε στη γυναίκα του ότι έπρεπε να μετακομίσει από την Πάφο, να μένει δίπλα στη δουλειά του. Όμως τα Σαββατοκύριακα θα ερχόταν σπίτι και ακόμα για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα, μπορούσε αμέσως να πάρει το αυτοκίνητο και να έρθει αφού η Λεμεσός δεν ήταν μακριά.
 Όπως το περίμενε, η γυναίκα του δεν έφερε απολύτως καμία αντίρρηση, παρά μονο με ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό του έδειξε ότι ήταν εντάξει γι αυτήν. Ήξερε ότι δεν ήταν μονο η συμπεριφορά της που άλλαξε απέναντι του, αλλά ο τρόπος ζωής της. Βαφόταν και ντυνόταν φιλάρεσκα, έφευγε για μακρινούς περιπάτους, δεν εξηγούσε σε κανέναν που παει και τι κάνει, ήταν φυσικό λοιπόν ο νους του να πηγαίνει στο χειρότερο, αλλά δεν ήθελε να το ψάξει, δεν ήθελε να ξέρει, ήθελε να αφήσει τα πράγματα μόνα τους, συμβιβάστηκε με αυτό τον τρόπο και αποφάσισε να της μιλήσει. Της είπε ότι η σχέση τους ήταν ανύπαρκτη, ότι αφού αυτή δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο, ούτε και αυτός ενδιαφερόταν για την ίδια, θα την ανεχόταν όμως φτάνει να μην τον εξέθετε στην κοινωνία και ο ίδιος εθελοτυφλώντας δεν θα ήξερε τίποτα. Αν το ζήτημα συμπεριφοράς της έπαιρνε διαστάσεις, θα την χώριζε. Της ζήτησε να μην συζητήσουν το θέμα, πίστευε ότι τον απατούσε,  και της είπε επίσης ότι αν η ίδια ήθελε να φύγει, δεν θα την εμπόδιζε. Ακόμα μια φορά με ένα χαμηλόφωνο μμμμμ έδειξε ότι συμφωνεί.
Αυτός της γύρισε την πλάτη και έφυγε με τα νεύρα τσιτωμένα, ήταν θυμωμένος με τον απαξιωτικό τρόπο που τον αντιμετώπιζε και του απαντούσε. Μετακόμισε στη Λεμεσό, νοίκιασε ένα άνετο και ευρύχωρο σπίτι με μεγαλη αυλή και ψηλά δένδρα, λίγο έξω από την πόλη σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στη δουλειά του. Συνέχισε να εργάζεται, αραίωσε κατά πολύ τις επισκέψεις του στην Πάφο, είχε όμως μια ταχτική τυπική τηλεφωνική επικοινωνία με το γιό του. Στα λίγα που έλεγαν και αντάλλασαν, έβρισκε δικαιολογία για τις αραιές επισκέψεις του τον φόρτο εργασίας που είχε. Φυσικά ο γιος του καταλαβαίνοντας απόλυτα την δεινή του θέση, ποτέ δεν του παραπονέθηκε, αλλά αντίθετα τον δικαιολογούσε και του εξηγούσε ότι ήταν εντάξει και καταλάβαινε απόλυτα.

Η ΟΜΟΡΦΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ, Κεφάλαιο IX
Χρησιμοποιώντας όσες διασυνδέσεις είχε από τις προηγούμενες του ενασχολήσεις, προώθησε τις εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων προϊόντων και έδωσε προτεραιότητα σ αυτό τον κλάδο. Τα κέρδη ήταν μεγάλα, η εταιρεία αναπτήχθηκε περισσότερο, έτσι ως εκ του αποτελέσματος η μια προαγωγή διαδεχόταν την άλλη για τον ίδιο. Ανέλαβε στο τέλος υπεύθυνος όλων, οι μέτοχοι ήσαν ευχαριστημένοι μαζί του, κάθε λίγο καιρό του δώριζαν πακέτα από μετοχές. Με δικό του σοφέρ και ένα μεγάλο αμάξι είχε εύκολη διακίνηση σε όλη την Κύπρο. Όποτε ήθελε να συναντήσει κάποιον μεγαλόσχημο όπως γενικούς διευθυντές και υπουργούς της κυβέρνησης, με ένα τηλεφώνημα από την γραμματέα του, έτρεχαν όλοι με ευχαρίστηση να τον εξυπηρετήσουν και να τον ευχαριστήσουν. Απέκτησε προσβάσεις σε όλα τα κέντρα εξουσίας και ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση.
Η γραμματέας του είχε βαμμένα κόκκινα μαλλιά και ένα κορμί φιδίσιο με ύφος θελκτικό, είχε καλή συμπεριφορά και ιδιαίτερους ευγενικούς τρόπους. Ήταν γεμάτη χάρη, ήταν από τις γυναίκες που με την πρώτη ματιά κινούσαν το ενδιαφέρον, ήταν από τους ανθρώπους που οσο κάποιος τους γνωρίζει βρίσκει προτερήματα και ανώτερο χαρακτήρα. Ήταν η γραμματέας που τον υποδέχτηκε την πρώτη φορά και τον οδήγησε με περισσή ευγένεια στον γενικό διευθυντή. Στις διάφορες προαγωγές του μετακινούμενος από γραφείο σε γραφείο, όταν κατέλαβε το μεγάλο του γενικού διευθυντού, την βρήκε όπως και την πρώτη φορά να κάθεται στη μεση του προχώλ, πίσω από ένα γραφείο γεμάτη χάρη και ομορφιά με το ένα πόδι πανω στο άλλο. Κρατούσε μια χάρτινη λίμα και λιμάριζε το νύχι του μικρού δαχτύλου του δεξιού χεριού της. Μόλις τον είδε σηκώθηκε και με ένα πλατύ χαρούμενο χαμόγελο αφου τον ήξερε από παλιότερα, χαρούμενη που τον είδε, του είπε.
-Σας περίμενα, ελάτε να σας οδηγήσω στο γραφείο σας.
Με πολλη ευγένεια αγγίζοντας τον απαλά στον αγκώνα και δείχνοντας του με το άλλο χέρι, τον οδήγησε στην πόρτα απέναντι, την άνοιξε και τον οδήγησε στο μεγάλο γραφείο. Κοιτάζοντας τον στα μάτια ολόισια, σταθερά και χαμογελώντας, του είπε ότι θα είναι η ιδιαιτέρα του γραμματέας και με ευχαρίστηση θα τον εξυπηρετούσε σε ότι ήθελε, μόνο να το ζητούσε, είπε με έμφαση, ίσως υπονοώντας κάτι βαθύτερο. Και με το χαμόγελο ακόμα που της φώτιζε το πρόσωπο γύρισε και βγήκε έξω.
Μια αναταραχή ένιωσε στη λίμπιντο του, μια έλξη ένιωσε μέσα του γι αυτή τη γυναίκα, σκέφτηκε ότι είναι ένα σπουδαίο θηλυκό. Σκέφτηκε με μια τέτοια γυναίκα εύκολα θα έπειθε και θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξανανοιχτεί και να σμίξει μαζί της, ήταν μια ενδιαφέρουσα σκέψη την οποία θα μελετούσε εν καιρώ τω δέοντι, συνέχισε τη σκέψη του.
Εγκαταστάθηκε στο νέο του γραφείο και διεκαπαιρέωνε τα καθήκοντα του ως διευθυντής με πολλή ευκολία έχοντας για βοηθό την άξια γραμματέα. Τα ήξερε όλα, αλλά προπάντων τα πρόβλεπε όλα και τα είχε έτοιμα πριν της ζητηθεί. Ήταν μια ευχάριστη συνεργασία που για αρκετό καιρό έμεινε μια τυπική σχέση συνεργατών που τους ευχαριστούσε όμως και τους δύο διότι ήταν φανερό και το ήξεραν, υπήρχε αναμεταξύ τους μια τέλεια χημεία.
Ήταν μια αγάπη πλατωνική στην αρχή, που σιγά σιγά μεταμορφώθηκε σε μια πραγματική αγάπη συνυφασμένη με προσφορά, και ανιδιοτέλεια, με χαρές και λύπες εκατέρωθεν. Υπήρχε ενδιαφέρον στη σκέψη του καθ ενός για τον άλλο, καθώς σεβασμός και εκτίμηση.
Ήταν μια αληθινή αγάπη που αργά μεγάλωνε και γιγαντωνόταν, αφήνοντας τη μεγάλη σκιά της που αργά σκέπαζε και τους δύο.
Ήταν φυσικό λοιπόν, αυτή η αγάπη να μετατραπεί σε έναν έρωτα μεγάλο, διαφορετικό από τους άλλους που μέσα εμπεριείχε την αγάπη την πραγματική και την ανιδιοτελή. Μια αγάπη και ένας έρωτας που τους ανέβαζε στον ουρανό με αμοιβαία αισθήματα που και οι δυο απολάμβαναν.
Δεν σκέφτηκαν να βιαστούν για ολοκληρωμένες σχέσεις, η ουσία του έρωτος τους ήταν κατ αρχάς η ένωση των ψυχών τους, η αλληλογνωριμία του εσωτερικού τους κόσμου και η ψηλάφηση του ενδόμυχου είναι της σκέψης τους. Η γνωριμία του βαθύτερου τους εαυτού, ήξεραν χρειαζόταν  χρόνος. Χωρίς να βιάζονται, απολάμβαναν την τυπική τους πλατωνική σχέση και την άφηναν να προχωρά αργά, ώστε ο χρόνος να αποκαλύψει την αυθεντικότητα της αμοιβαίας αφοσίωσης...

ΜΙΑ ΠΑΡΑΦΟΡΗ ΑΓΑΠΗ, Κεφάλαιο X
Ήταν μια ιστορία παράφορης αγάπης που αναπτύχθηκε και θέριεψε στις καρδιές δυο αγαθών ανθρώπων, του ταλαιπωρημένου και δυστυχισμένου πατρός του παιδικού μου φίλου, και της πανέμορφης κοκκινομάλλας γραμματέως της εταιρείας με το σπουδαίο σεξ απηλ της, που έκανε γενικά τους αρσενικούς να τη λιμπίζονται. Η οποία, ανάμεσα στους πολλούς που την φλέρταραν προτίμησε τον δικό μας πρωταγωνιστή της μικρής μας ιστορίας, που ορμόμενος από αγάπη και έρωτα κατάφερε να ξεπεράσει την μεγάλη στεναχώρια που του προκαλούσε η κακή του μοίρα, και να του γεμίσει τη ζωή που είχε καταντήσει μαρτύριο και χωρίς νόημα, που είχε καταντήσει φαρμακερή και άδεια.
Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, κάθε μέρα ήταν μαζί στον ίδιο χώρο εργασίας και οι ώρες της συναναστροφής τους ήταν ατέλειωτες, ήταν βάλσαμο και γλυκό γιατρικό στις καρδιές τους. Η αίσθηση της παρουσίας του ενός στον άλλο, τους έκανε να νιώθουν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Μ αυτό τον τρόπο ο καιρός περνούσε γρήγορα και ευχάριστα. Μια φορά τη βδομάδα δειπνούσαν παρέα σε ένα πολυτελές εστιατόριο και ύστερα πιασμένοι απ το χέρι έκαναν ένα μακρύ περίπατο σε όλη την παραλία άλλοτε κουβεντιάζοντας και άλλοτε ρεμβάζοντας τη φεγγαρόλουστη νύχτα και την ήρεμη θάλασσα που η γαλήνια αύρα της ενωνόταν με τη δική του κορμιού τους ημερεύοντας και γεμίζοντας αγαλλίαση τα μύχια της ψυχής τους. Και ύστερα από πολλού, όταν κουράζονταν πλέον, τα βήματα τους οδηγούσαν πάντα στον ίδιο τόπο, σε ένα παλιό χάνι που ο ιδιοκτήτης του το είχε μετατρέψει σε σύγχρονο ξενοδοχείο. Εκεί κάθε φορά, τους περίμενε μια ευγενική μεσόκοπη γυναίκα που τους άνοιγε την πόρτα και τους οδηγούσε στο ίδιο πάντα δωμάτιο, μια όμορφη κάμαρη γουστόζικα στολισμένη και διαμορφωμένη, στα γούστα του έρωτα και της αγάπης τους.
Ήταν ένας έρωτας που πίστευαν θα διαρκούσε για πάντα, μια φωτιά δυνατή που πήγαζε από τις καρδιές τους, γεννημένη από τις ψυχές τους και ζέσταινε τις καρδιές τους. Δεν ήταν πόθος που θα χανόταν με τον καιρό, ήταν αισθήμα έρωτος και αγάπης που θα έμενε και θα άντεχε παντοτινά στο χρόνο.
Γνώριζαν και οι δυο ότι δεν ήταν ένας έρωτας περιστασιακός που έρχεται και φεύγει, δεν ήταν απλά ένα καπρίτσιο εγωιστικό και ένα πάθος προσωρινό, αλλά κάτι βαθύτερο, ένα αίσθημα σπάνιο που σε λίγους τυχερούς συμβαίνει, ήταν μια κατάσταση αγάπης παντοτινής, μια ανάγκη πνευματική του ενός προς τον άλλο. Μια κατάσταση που ξεκίνησε από πόθο κάνοντας τις καρδιές τους να σκιρτούν από πάθος, ένα συναίσθημα έλξης και επιθυμίας που όμως στον καιρό ο έρωτας συναντήθηκε με την αγάπη, το ιερό και αληθινό αίσθημα που κάνει τους τυχερούς ανθρώπους που το αισθάνονται να αγαπιύν ώς εαυτόν. Ένα αίσθημα αμοιβαίας αυτοθυσίας, ένα κορυφαίο κατάληγμα και μέτρημα της αγάπης.
Η παρέα αναμεταξύ τους ήταν μια συναναστροφή όμοιος ομοίω, έχοντας κοινά ενδιαφέροντα και ίδιες φιλοσοφικές θεωρήσεις και στοχασμούς, καθώς και ατελείωτες συντεριαστές συνομιλίες για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ψυχολογία, την επιστήμη, την υγεία, την τέχνη, και  παντών άλλων θεμάτων.
Η εσωτερική και εξωτερική τους επικοινωνία ήταν ένα και τω αυτω, ήταν από απλή έως περίπλοκη, μια απαιτητική επικοινωνία, μια απόπειρα συναντήσεως μεταξύ τους γλωσσικά και σωματικά, ήταν πράξεις των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Οι πνευματικές συναντήσεις τους ήταν αληθινές με το λόγο της ομιλίας και τη σιωπή της απομόνωσης ως παρέα τους, έτσι που να αποτελούν μεγάλο κομμάτι της συναναστροφής τους, που τους γέμιζε πλήρως. 
Ήταν μια βαθιά αγάπη που επισκέφτηκε τον ηρώα μας και φώλιασε στην καρδιά του δίνοντας του μια ευκαιρία να ξεφύγει από τις κακές σκέψεις του παρελθόντος που τον κατάτρεχαν βίαια, τον έκαμε ακόμα να ξεχάσει τον ύποπτο βίο της γυναίκας του, την κακή της συμπεριφορά και την απαξιωτική της στάση απέναντι του. Να ξεπεράσει την ταπείνωση της οικονομικής πτώχευσης και της κοινωνικής πτώσης. Μιας πτώχευσης που κατάστρεψε αυτόν και την οικογένεια του, που ανέτρεψε όλο τον κόσμο τους αναγκάζοντας τους να εξοικειωθούν με τη φτώχεια που δεν γνώριζαν, να χάσουν τη σπουδαία τους κοινωνική θέση και να τους σκιάσει μεγάλη ντροπή, τέτοια ντροπή που τους σκότωσε τον εγωισμό και την περηφάνια.

Τώρα όμως τον επισκέφτηκε η πραγματική αγάπη. Που εξ αυτής προέκυψε μια σχέση απόδειξη ότι η αγάπη έχει θεραπευτικές ιδιότητες, είναι ζωοδοτική δύναμη και ισχυρό αντίδοτο ενάντια στις κακές και μίζερες σκέψεις, που επιφέρει διαρκή ευτυχία, και είναι η μόνη που απομακρίνει τους κακούς λογισμούς.
Ήταν μια σχέση που τον έκαμε να νοιώσει μέσα του την πραγματική αγάπη, αυτής που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Αγάπησε και αγαπήθηκε, ένιωσε να αγαπά και να αγαπιέται πραγματικά.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, Κεφάλαιο ΧΙ
Και ενώ τα χρόνια έφευγαν γρήγορα, η ζωή του κυλούσε ήρεμα και ευχάριστα έχοντας την ευχάριστη παρέα της όμορφης κοκκινομάλλας που τον γέμιζε πλήρως κάνοντας τον να αισθάνεται όμορφα και να μην έχει έγνοιες πλέον. Δεν πολυέφερνε στο νου του τα δύσκολα εκείνα χρόνια της πτώχευσης του, ούτε την αχαρακτήριστη συμπεριφορά και στάση της άπιστης συζύγου του που όταν φαλίρησε οικονομικά και δεν της πρόσφερνε πλέον τις πολυτέλειες που την είχε συνηθίσει πρίν,  τον απαξίωσε και δεν τον λογάριαζε και δεν τον τιμούσε .
Τα άφησε όλα πίσω, έβαλε καινούργια τάξη στη ζωή του και για όλα αυτά αισθανόταν ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Με τη σπουδαία δουλειά που είχε και τον ψηλό μισθό που έπαιρνε, ξόφλησε τα χρέη του, βοήθησε το γιο του να σπουδάσει και να αποκατασταθεί, ακόμα και τη στρίγγλα γυναίκα του όποτε χρειαζόταν παράλογη από τα όρια οικονομική στήριξη, δεν αρνιόταν να την συνδράμει επιπλέον.
Για κάποιους θεωρείται επιτυχία στη ζωή αν έχουν αποκτήσει οικονομική άνεση και ασφάλεια, για άλλους αν έχουν φτάσει επαγγελματικά ψηλά και για άλλους αν έχουν καταφέρει να έχουν αναγνωσιμότητα και να μπορούν να επηρεάζουν θετικά άλλους ανθρώπους. Άλλοτε πάλι, επιτυχία θεωρούν την απόκτηση πολλών γνώσεων και εμπειριών.
Ο πατέρας του παιδικού μου φίλου ήταν ένας από αυτούς, είχε όλα αυτά τα προσόντα.
Είχε επανακτήσει και παλιν την αυτοπεποίθηση του και γνώριζε επ ακριβώς τι τον ευχαριστεί και το αναζητούσε. Από τις πολλές καλές και κακές εμπειρίες της  ζωής του που απόκτησε, αποφάσισε ότι απ όλη την επιτυχία που αξιώθηκε, καλύτερα γι αυτόν ήταν η καινούργια του γνωριμία, η νέα σχέση του με την κοκκινομάλλα και πληθωρική γραμματέα του, και η αναμεταξύ τους συμβίωση και η μεγάλη φιλία που τους ένωνε και τους γέμιζε. Ήξερε πλέον πολύ καλά τι είναι αυτό που προσφέρει περισσότερη ευχαρίστηση και πάθος, ήξερε ότι δεν είναι μόνο τα πλούτη και η δόξα, αλλά περισσότερο είναι η καλή συμβίωση αναμεταξύ των ανθρώπων.
Γνώρισε τη μοναξιά της απομόνωσης από τα πλήθη και του άρεσε, αγάπησε την απέριττη φιλία των ολίγων εκλεχτών, και την απλη καλημερα των απλων ανθρωπων του λαου. Ήξερε ότι ήταν αγαπητός και αποδεχτός από ολους αυτους, έζησε και συναναστράφηκε με τόσους πολλούς, αλλά προτιμούσε τη δικη του μοναξιά. Δεν επιθυμούσε αλλη τιμή και δόξα, τα είχε όλα βαρεθει και μπουχτίσει. Είχε ανώτερη θέση και χιλιάδες υφισταμένους, ηταν ένα χρησιμο στέλεχος της κοινωνίας. Αναρριχήθηκε στα ύψιστα κοινωνικά σκαλοπάτια και γνώριζε πως μπορούσε να καταχτήσει το κάθε τι, να αποχτήσει το κάθε τι. Πολλοί φορείς και πολιτικοί κομματικοί σχηματισμοί ήλπιζαν να δεχτεί την υποστήριξη τους ώστε να πολιτευτεί, διότι με τον ίδιο υποψήφιο, η νίκη ήταν σίγουρη αφου η αποδοχη του από το λαο ηταν παραδεχτη.
Παρ όλα αυτά, η μικρή κοινωνία του νησιού έμεινε κατάπληχτη όταν ένα πρωί όλες οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους έγραφαν ότι παραιτήθηκε από τη θέση του χωρίς σκοπό να πολιτευτεί, ή να επιζητήσει κάτι άλλο.
Ταυτόχρονα μαζί του παραιτήθηκε και η αγαπημένη του γραμματικός, και από εκείνο τον καιρό χάθηκαν και οι δύο. Κανείς δεν ξανάκουσε γι αυτούς, είχαν πραγματικά εξαφανιστεί. Ήταν ένα μυστήριο, ένας δημόσιος άνθρωπος που με αυτόν ασχολούνταν ταχτικά οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα, σταμάτησαν απότομα να ενδιαφέρονται και να τον αναφέρουν, ως να σταμάτησε ο χρόνος να κυλά, ή ως να μην υπήρξε ποτέ.
Πολλοί τον αναζήτησαν και πολλοί αναρωτήθηκαν τι είχε απογίνει, καθώς όμως ο καιρός περνούσε, ξεχάστηκε παντελώς, οι άνθρωποι τον ξέχασαν και έπαυσαν να αναρωτιούνται. Λησμονήθηκαν οι φιλίες, οι αγάπες και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Ίσχυσε η λαϊκή ρήση για όσους δεν βλέπονται ότι γρήγορα λησμονούνται.
Τι είχε συμβεί;
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν πολλές συναναστροφές και που αρκούνται να ζουν μοναχικά ανάμεσα σε λίγους ανθρώπους, χωρίς να νιώθουν μοναξιά. Άνθρωποι που θέλουν να είναι μοναχικοί για λόγους διάφορους. Είτε γιατι βαρέθηκαν τη ρουτίνα του περίγυρου τους, είτε γιατι έχουν συναισθηματικά δεθεί με τη μοίρα της μοναξιάς.
Πολλές φορές ακόμα ο άνθρωπος συνηθίζει να μένει μόνος μακριά από τους πολλούς και παρέα με τους λίγους. Μακριά από τις μεγάλες πόλεις και τη βοή τους, όπου σ αυτές ο καθένας κινείται και συνυπάρχει με τους άλλους μηχανικά και αδιάφορα. Όπου δεν υπάρχουν φιλίες παρα μόνο τυπικές και επαγγελματικές σχέσεις.
Πήρε λοιπόν την απόφαση να φύγει μακριά. Αγόρασε ένα μικρό σπιτάκι με αυλή κοντά σε μια παραλία σε ένα χωριουδάκι, και μαζί με την καινούργια αγαπημένη του σύντροφο μετοίκησαν στην εξοχή μακριά από φανφάρες και πολυτέλειες. Ασχολήθηκαν και οι δυο με την αγάπη τους και τη συντροφικότητα τους. Καλλιεργούσαν τη γη, ψάρευαν, διάβαζαν και συζητούσαν ή αγνάντευαν τη δύση του ήλιου με τις ώρες. Για παρέα είχαν λίγους καλούς γείτονες, φτωχούς, αμόρφωτους και απλοϊκούς.
Ήξερε ότι μπορούσε να επιτύχει το καθετί. Ήταν έξυπνος και γνωστικός, είχε πολλές γνωριμίες και ήταν μια σεβαστή προσωπικότητα. Μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και να κερδίσει πολλά χρήματα. Μπορούσε να μείνει στη δουλειά του με τον παχουλό μισθό του.
Παρ όλα αυτά προτίμησε να αποτραβηχτει στην μικρή του παραλία και να ζήσει μια ήσυχη ζωή τυπική, φτωχική και απέριττη. Χωρίς σκοτούρες για την επαύριον, χωρίς διλήμματα για δύσκολες αποφάσεις και χωρίς καθήκοντα έναντι άλλων. Όπως τα πετεινά του ουρανού και τα κρίνα της πλάσης που βλαστούν και γι αυτά ο Θεός μεριμνά, έτσι και ο ίδιος αποφάσισε ότι δεν αξίζει στον άνθρωπο μια ζωή που μόνη έγνοια έχει πώς να πλουτίσει και να θησαυρίσει. Αποφάσισε ότι δεν θα μεριμνά τι θα φάει αύριο και πως θα ντυθεί την επαύριον, θα έπαιρνε τη ζωή στην καθημερινότητα της και θα την ζούσε χωρίς έγνοιες, όπως ξημέρωνε την κάθε μια ξεχωριστά. 
Θα αφηνόταν στην πρόνοια του Θεού ο οποίος προνοεί για όλη την κτίση, και βεβαίως πάνω από όλα για τον άνθρωπο.