Ήταν μια μέρα αργά το πρωί, περπατούσα σεργιανίζοντας στην παλιά αγορά της Πάφου, στους τόπους που παλιότερα έσφυζε ζωή σε αντίθεση με σήμερα που κατάντησαν τόποι έρημοι χωρίς κόσμο και δραστηριότητα. Τα βήματα μου νωχελικά που τα έσερνα, με πήρανε έξω από τα παλιά δικαστήρια. Δεν είχα δουλειά να κάμω, ήταν μια μέρα άδεια για μένα, γι αυτό είπα να κάτσω λίγο να χαζέψω τον κόσμο που πηγαινοερχόταν στον παλιό δρόμο που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε που πέρασα τελευταία φορά τούτα τα μέρη, έτσι με ευχαρίστηση παρατήρησα ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα παλιά κτίρια στέκονταν όπως παλιά, το ίδιο ρημαγμένα και απεριποίητα. Τα παλιά δικαστήρια και το διοικητήριο δέσποζαν στη μια άκρη του δρόμου, και παραπίσω τα μονώροφα κτίρια με τους δικολάβους, τους γραμματικούς και τους παλιούς δικηγόρους που τώρα απέμειναν συνταξιούχοι να κάθονται στα άδεια γραφεία τους και να σπάζουν την ανιαρή ατελείωτη ώρα της μοναξιάς τους.
Στην άλλη μεριά του δρόμου ήταν ο γκρεμμός με τη χαμηλή βλάστηση και τα καινούργια κτίρια που έκρυβαν την απέραντη θέα της θάλασσας που απλωνόταν ως τον μακρινό ορίζοντα όπου εκεί ενωνόταν με τον ουρανό.
Ασυναίσθητα χωρίς να σκεφτώ, δρασκέλισα το κατώφλι της πλατιάς βεράντας και βρέθηκα στο «καφενείο της Συκαμινιάς». Ήταν ένας τόπος γνώριμος από παλιά όταν μαθητής του Γυμνασίου εγώ, πριν τόσα χρόνια, περνούσα απ έξω χωρίς όμως να σταματώ αφού ήμουν μικρός και δεν γινόταν. Τώρα ύστερα από τόσο καιρό, νάμαι στο μικρό καφενεδάκι με την γέρικη σικαμινιά της αμνημονεύτου ηλικίας και της πάλαι ιστορίας. Μια γέρικη συκαμινιά έξω στην αυλή –σήμα κατατεθέν, που δεσπόζει και επισκιάζει με την ομορφιά της ακόμα και τα μεγαλόπρεπα κτίρια που στέκουν γέρικα ίδια με αυτήν, και που δεν υπάρχει κανείς να ζει για να μαρτυρήσει την αρχαία ηλικία της. Λέγεται ότι πρώτος ιδιοκτήτης του καφενείου έως το 1955 ήταν ο γέρο Αγησίλαος που το πούλησε στον Δημήτρη Συμεού και οι κληρονόμοι του στον Ευγένιο Νεοφύτου, και αυτος στον Κύπρο Ξενοφώντος τον σημερινό ιδιοκτήτη.
Λίγα βήματα μακρύτερα στο μικρό ανηφόρι του δρόμου, είδα να στέκει ακόμα άθικτο από τον καιρό, το ίδιο παλιό κτίριο με τις πόρτες ανοιχτές, το γραφείο του παλιού δικηγόρου, του Άριστου, που έως σήμερα δεν γνώριζα το επίθετο του, αφού όλοι στην Πάφο τον ξέραμε και τον αποκαλούσαμε μόνο με το μικρό του όνομα. Τον είδα να βγαίνει στην πόρτα, και τον θυμήθηκα όπως ήταν πάντα, έτσι και τώρα. Είχε στο κεφάλι το αιώνιο σκουφί του, και το μεγάλο στομάχι που το είχε περηφάνια, γιατι όπως έλεγε το απόκτησε με κόπο. Που με είδε, δρασκέλισε το διπλό σκαλί σαν έφηβος, και κατηφόρισε προς εμένα…
Λοιπόν, στο μικρό γνώριμο καφενεδάκι της συκαμινιάς, συνάντησα έναν παλιό μου γνώριμο τον Άριστο Λουκαϊδη. Έναν άνθρωπο αυτοδημιούργητο που από παιδί των θελημάτων, έγινε ένας πολύ γνωστός και ξακουστός δικηγόρος. Ξεκίνησε σαν βοηθός και γραμματικός του ξακουστού Σωτήρη Μαρκίδη, που ύστερα από το θάνατο του ανέλαβε το γραφείο του εξασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά και μελέτη μετά από παραινέσεις του αείμνηστου εργοδότη του, από απλός εργαζόμενος γραμματικός, να γραφτεί σε πανεπιστήμιο και να πάρει δίπλωμα δικηγόρου και νομικής. Εξασκώντας το επάγγελμα μέχρι της συνταξιοδότησης του, έμεινε μόνιμος κάτοικος του γραφείου αυτού που βρίσκεται λίγα μέτρα από το μικρό καφενεδάκι, έμεινε επίσης αιώνιος θαμώνας του χώρου…
Όταν δυο άνθρωποι συναντιόνται μετά από πολλά χρόνια, συνήθως η συζήτηση τους περιστρέφεται στα παλιά, αφού οι αναμνήσεις αναβιώνουν και η νοσταλγία παίρνει τις σκέψεις πίσω. Γυρνώντας το βλέμμα μου αριστερά της αυλής, αντίκρισα το παλιό δικηγορικό γραφείο του Επαμεινώνδα Κωμοδρομου και το είδα με τις πόρτες ανοιχτές σημάδι ότι ακόμη λειτουργεί. Πάνω στον τοίχο έγραφε το όνομα του ακόμα, ενώ όπως μου εξήγησε ο παλιός μου φίλος, το γραφείο τώρα λειτουργούσε υπό την διεύθυνση του εγγονού του εκλιπόντος, του Επαμεινώνδα Κορακίδη. Ήταν ένα χαμηλοτάβανο σπιτάκι παλιό κτίσμα μιας άλλης εποχής έξω από το παλιό διοικητήριο, που έμεινε να θυμίζει παλιές μέρες χαλεπές και ιστορικές, και καιρούς δραστήριους με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Δίπλα του ήταν το παλιό μαγαζί που πουλούσε ρούχα με την οκά, αλλά που τώρα άδειο και εγκαταλειμμένο, είχε τα σημάδια της φθοράς του χρόνου που άρχισε να το κατατρώει. Πιο πίσω, ξεχασμένες από το χρόνο, στεκαν ακόμα μισοχαλασμενες δυο καμαρούλες μικρές με μια γούρνα και μια τενεκεδένια βρύση να κρέμεται πάνω στον τοίχο. Από τις σαρακοφαγωμένες μισάνοιχτες πόρτες φαινόταν το εσωτερικό τους με την φτωχή παλιά επίπλωση, ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια καρέκλα η κάθε κάμαρη. Ήταν παλιά μικρά δωματιάκια που οι ιδιοκτήτες τα νοίκιαζαν σε μαθητές που φοιτούσαν στο Νικολαείδιο γυμνάσιο τις παλιές εποχές…
Ήταν παλιά κτίρια μιας παλιάς εποχής κτισμένα στο κέντρο του Κτήματος με την αυλή τους να ακουμπά στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης εκείνη την εποχή, καθώς και στη μικρή πλατεία του καφενείου που ήταν τόπος συγκέντρωσης πολλών πολιτών, δικηγόρων, και δικαστών, που μαζεύονταν κάθε απόγευμα μετά που σχολνούσαν για να πιούν τον καφέ τους. Κυριότερα όμως, συγκεντρώνονταν γύρω από τον Σωτήρη Μαρκίδη που σύχναζε καθημερινά εκεί. Ήταν δικηγόρος από τους καλύτερους, είχε ρητορική ευφράδεια, και όταν μιλούσε εξιστορώντας παλιές ιστορίες των δικαστηρίων και των παλιότερων πολιτικών της Πάφου, μάγευε όσους τον άκουγαν με τον ανεπανάληπτο τρόπο διήγησης του, και την υποκριτική τέχνη της φωνής του. Ήταν ένας άνθρωπος αγαπητός και ευχάριστος που την παρέα του γύρευαν όλοι, γι αυτό όπου ευρισκόταν, τον περιτριγύριζε πλήθος ανθρώπων γνωστών και αγνώστων. Ήταν παλιός πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Του άρεσαν οι τέχνες και η κουλτούρα, γι αυτό στον ελεύθερο του καιρό παρίστανε τον θεατρίνο, ανεβάζοντας έργα επί σκηνής με τον ερασιτεχνικό θίασο ¨Κινύρας» που δημιούργησε ο ίδιος. Πρώτη του πρωταγωνίστρια ήταν η Κατερίνα Θεοδώρου Δαβίδ, σύζυγος του Θεόδωρου Δαβίδ, ο οποίος πρώτος απ όλους κατέγραψε σε παρτιτούρες στο πεντάγραμμο όλους τους παλιούς παραδοσιακούς χορούς της Κύπρου.
Κάτω από το βαθύ ίσκιο της συκαμινιάς ξεχαστήκαμε στην κουβέντα μας, η ώρα πέρασε και ηρθε το σούρουπο. Η παρέα ήταν καλή, δεν είχα όρεξη να φύγω, έτσι έμεινα να ακούω τον παλαίμαχο δικηγόρο να συνεχίζει την εξιστόρηση του και να μου λέει κουβέντες παλιές, για τα κατορθώματα του Μαρκίδη. Ενός ανθρώπου που άφησε το στίγμα για πάντα στην Πάφο και στην την Κυπρο. Ενός ανθρώπου με επιβλητική και ισχυρή προσωπικότητα που μετά από δεκαετίες, ένας εκ των δημάρχων της Πάφου ο Ανδρέας Απάλιωτης, για να τον τιμήσει έδωσε το όνομα του στο θέατρο της Πάφου, ενώ τον καιρό που ζούσε, ο Γιάννης Κληρίδης ο αντίπαλος του Μακαρίου στις πρώτες εκλογές μετά την απελευθέρωση της Κύπρου, τον είχε στο πλευρό του να βγάζει ομιλίες υπέρ της υποψηφιότητας του.
Ήταν ένας άνθρωπος δεξιών φρονημάτων, αλλά αριστερών αντιλήψεων. Συχνά συνάφερνε ότι ο πρώτος διδάξας το, Κομμουνισμό ήταν ο Χριστός, γι αυτό έπρεπε όλοι οι καλοί Χριστιανοί να είναι Κομμουνιστές. Στη τέχνη του λόγου δεν τον έφτανε κανείς, μιλούσε ωραία και έδιδε μεστές απαντήσεις. Όταν στην προεκλογική εκστρατεία του Γιάννη Κληρίδη ο γιος του ο Γλαύκος Κληρίδης ως δικαιολογία για να στραφεί εναντίον του πατέρα του και υπέρ του Μακαρίου πρωτοείπε το γνωστό πλέον σλόγκαν «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς», του απάντησε ότι αυτά που λέει για δικαιολογία δεν συνάδουν με την απόφαση του, γιατι ήταν λόγια που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μάνες όταν η πατρίδα τους κινδύνευε από εχθρούς, και η Κύπρος σ αυτή την περίπτωση, δεν κινδύνευε αφού μόλις είχε εξέλθει νικήτρια από τον απελευθερωτικό αγώνα του 55 – 59.
Η στήλη της 28ης Οκτωβρίου, ήταν η κεντρική πλατεία της πόλης όπου στις Εθνικές εορτές συναθροίζονταν οι αρχές και πλήθος λαού για να πανηγυρίσουν τις νίκες των Ελλήνων στους κατά καιρούς πολέμους εναντίον του Ελληνισμού. Σε όλες αυτές, ο Σωτήρης Μαρκιδης ήταν ο κύριος ομιλητής που με τις ομιλίες του μάγευε τον κόσμο και μεταλαμπάδευε σε αυτούς αισθήματα αγνά υπέρ πίστεως και πατρίδας. Κάποια φορά, κατά την περίοδο της προεκλογικής περιόδου με τους υποψηφίους προέδρους Μακάριο και Γιάννη Κληρίδη, συσκευτηκαν οι προεστοί της πόλης που όλοι προσκεινταν στον Μακάριο, και ο Κυριάκος Παπαδημητρίου, πρότεινε να μην μιλήσει ο Μαρκιδης, γιατι ασπαζόταν αριστερές ιδεοληψίες. Όλοι συμφώνησαν, οπότε θυμωμένος αυτός σηκώθηκε και ρώτησε ποιοι είναι που ζητούν από έναν αγωνιστή της πατρίδας και της ελευθεριας που πολέμησε τόσες φορές, να του στερήσουν το δικαίωμα να εκφωνήσει λογο στις Εθνικές εορτές. Τους μίλησε με ένα χειμαρρώδη καταδεικτικό και πειστικό τρόπο, που όσοι έλαβαν την απόφαση έκαμαν πίσω, γιατι πείστηκαν ότι είχε δικαιο.
Ξαναβγηκε λοιπόν και μίλησε στην κεντρική πλατεία μπροστά στην στήλη της 28ης Οκτωβρίου, αλλά ήταν η τελευταια του φορά. Αποσύρθηκε από τα κοινά, έμεινε με τη δουλειά του και το θέατρο, όμως κάθε μέρα και για όσο ζούσε, ήταν ταχτικός θαμώνας στο καφενείο της συκαμινιάς, ενώ γύρω του μαζεύονταν άνθρωποι να τον ακουσουν να τους εξιστορεί ιστορίες των δικαστηρίων και των παλιότερων πολιτικών της Πάφου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ